United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επειδή δε ο Ψαμμίτιχος εξετάζων δεν ηδύνατο κατ' ουδένα τρόπον να εύρη ποίοι άνθρωποι κατώκησαν πρώτοι την γην, επενόησε το ακόλουθον.

Όταν είχεν απομακρυνθή πεντήκοντα βήματα εσταμάτησε λέγων: Αλλά διατί δεν με εφόνευσαν άρα γε; Ούτε ο Βινίκιος ηδύνατο να κατανοήση το συμβάν, δεν ήτο ολιγώτερον κατάπληκτος από τον Χίλωνα.

Ο αγαθός ιερεύς ουδέν εις ουδένα κατώρθωσε να διηγηθή περί του συμβάντος. Έκαμνε μόνον προς τους ερωτώντας αυτόν φρικώδεις χειρονομίας και φοβερά νεύματα, δι' ων απαίσια τινα ήθελε να σημάνη. Αλλ' ουδείς ηδύνατο να εννοήση ουδέν των νευμάτων και χειρονομιών, ουδ' εκ του ανάρθρου γρυσμού όστις απέμεινεν εις το βάθος του ουρανίσκου του ως ίχνος της πάλαι ανθρωπίνης φωνής.

Το σκολιόν της πολιτικής του έπιπτε κατά της ιδίας κεφαλής του, και καθίστα αδυνάτους τας ιδίας επιθυμίας του. Η νέμεσις των παρελθουσών κακουργιών του ήτο ότι δεν ηδύνατο πλέον αγαθόν να πράξη.

Επί τέλους ο Πλήθων ηναγκάσθη ν' απαγορεύση την προσέγγισιν του τυχόντος, και ουδείς ηδύνατο να πατήση τα σύνορα αυτού. Την εκτέλεσιν της διαταγής ταύτης ανέθηκεν εις στρατιωτικόν σταθμόν κείμενον ου μακράν του σπηλαίου. Ο δεσπότης της Πελοποννήσου και πάσα άλλη αρχή ουδέν ηδύνατο ν' αποποιηθή εις τον Πλήθωνα, όστις ιδιώτευε μόνον διότι ούτω ήθελεν.

Κρίνων δε ότι δεν ηδύνατο πλέον να εισχωρήση εις την Παλλήνην, διά να φέρη βοηθείας, έμεινεν ησυχάζων εις την Τορώνην και φυλάττων αυτήν.

Οσάκις η χειρ της ημετέρας ηρωίδος ήγγιζε την χείρα του ή αι κόμαι αυτών συνεπλέκοντο, ενώ έκυπτον επί της μεμβράνης, ησθάνετο την καρδίαν του πάλλουσαν ως κώδωνα φρουρίου εν ώρα κινδύνου, αλλ' ουδ' αυτός ηδύνατο να είπη, αν προς δεξιάν έπαλλεν ή προς αριστεράν.

Ούτως εσκέπτετο η Μάρω, προσπαθούσα να τον πείση να δεχθή αυτός το μικρόν εκείνο τεμάχιον του άρτου, το μόλις αρκετόν δι' ένα ποντικόν. Αλλ' ο Γιάννος ηρνείτο επιμόνως· έπρεπε να το φάγη η Μάρω· αυτός ήτο άνδρας, δεν είχεν ανάγκην ηδύνατο να βαστάση μήνα ολόκληρον!. . . Τέλος συνεφώνησαν και μοιράσαντες το τεμάχιον του άρτου έφαγον αυτό και οι δύω. — Μάρω μου, διψάω· είπε μετά μικρόν ο Γιάννος.

Αλλ' ο Δημήτρης εκ του κόπου, τον οποίον κατέβαλε κατερχόμενος το κατωφερές μονοπάτι του λόφου, κατέπεσεν εξηντλημένος εις μίαν λόχμην ροδοδάφνης, πριν ακόμη κατορθώση να φθάση εις την βρύσιν. Επροσπάθησε να συρθή με τα γόνατα έως εκεί, να πίη ολίγο νερό να δροσισθή αλλά δεν ηδύνατο καλά καλά ουδέ τον βραχίονα να σηκώση.

Φθάσας ο Βράγγης εις την πηγήν εκείνην, την μάρτυρα του παθήματός του, εύρεν ευτυχώς την ράβδον και την πήραν, όπου τας είχεν αφήσει, και επαρηγορήθη μικρόν τι, διότι δεν ευρέθη και άλλος τις απροσδόκητος αλήτης, όστις να κλέψη και τους δύο τούτους συντρόφους της οδοιπορίας του. Αλλ' ήτο τοσούτον απηυδηκώς ήδη ώστε δεν ηδύνατο να εξακολουθήση την πορείαν του.