United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι, πόσους πνέοντας έρωτα Θαλάμους, τώρα η φλόγα Βαρβάρως κατατρώγει· Μισητόν ολοκαύτωμα Ενός τυράννου. Στεναζούσης νυκτός Και του βαθέος άδου Τρομεραί θυγατέρες, Εσάς φωνάζω, εσάς Τας Εριννύας. Τι ακαίρως τα Βασίλεια Σκοτεινά κατοικείτε Του ύπνου; ν' αποσπάσετε Τα δεσμά των ονείρων Τι αργοπορείτε;

Μια στιγμή μόνο έμεινα διστακτικός, γιατί φοβήθηκα μη μαποπάρη η θεια το Δεσποινιό, όπως ήτο θυμωμένη με τη μάνα μου. Εκεί που δίσταζα, άκουσα βήχα και κατάλαβα πως η άρρωστη ήτον στην αυλή. Πραγματικώς όταν πλησίασα, διάκρινα στα σκοτεινά κάποιο που καθόταν κάτω από την πορτοκαλιά. Ήτον πολύ ζεστή η βραδιά κιη άρρωστη είχε βγη και καθίσει έξω.

Μάννα με τους εννιά σου γυιους και με τη μια σου κόρη, Την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη· Την είχες δώδεκα χρονών κ' ήλιος δεν σου την είδε· Στα σκοτεινά την έλουζες, στάφεγγα την επλέκες, Στ' άστρη και στον αυγερινό τσ' έφκιανες τα σγουρά της. Οπού σου φέραν προξενιάν από τη Βαβυλώνη, Να την παντρέψης στα μακριά, πολύ μακριά στα ξένα. Οχτώ αδερφοί δε θέλουνε, κι ο Κωσταντίνος θέλει.

Το κύμα καθώς έσκαζε ψηλά, εσπιθοβολούσε πολύχρωμο και βροντερό, σαν να εκυλούσε θρίμματα λογχών και γυμνά σπαθιά, κομμάτια οβουζίων και κάνες ντουφεκιών, δίκοπους μπαλντάδες και μαχαίρια και κράνη χάλκινα και θώρακες και ασπίδες, σπρώχνοντας να τα ρίξη πέρα στην ακρογιαλιά μαζί με τα σκοτεινά κορμιά, για να ιδούν οι άνθρωποι τα ολέθριά τους έργα και να φρίξουν.

Τ' αέρινα ποτάμια έτρεχαν γοργά κ' εφούσκωναν κ' εκυλούσαν πάντα σκοτεινά είτε πράσινα, χρυσορρόδινα είτε γλαυκά κ' εσκόρπιζαν αντιφεγγίσματα παντού, σαν ηλεκτρικού προβολές χοντρές και αδαπάνητες. Η θάλασσα ακίνητη αντανακλούσε τα τόσα χρώματα κ' εφαίνονταν όλα εκστατικά εμπρός στη θαυμαστή σπατάλη του τόσου σέλαος. Μα περισσότερο εκστατικός ήμουν εγώ. Δεν ήξευρα τι να κάμω και τι να συλλογισθώ.

Μόνον το λαμπρόν και άφθονον φως του ηλίου δύναται, αντανακλώμενον επί της σελήνης και των άλλων σκοτεινών ουρανίων σωμάτων, να φωτίζη και να λαμπρύνη αυτά. Αλλ' η λάμψις των γονέων δεν δύναται δυστυχώς να λαμπρύνη σκοτεινά και άδοξα τέκνα· απ' εναντίας έτι μάλλον σκοτεινοτέραν αναδεικνύει την αδοξίαν αυτών.

Εις την Κέρκυραν ονομάζεται Συχώριο, αλλού Μακαριά, και, κατά τον Κοραήν, Νεκρόδειπνο. Εις την Αγγλίαν επικρατεί ακόμη το έθιμον είς τινας πόλεις. Πρβ. Ηρόδ. Γ'. 134. «αυξανομένω γαρ τω σώματι συναύξονται και αι φρένες». Δημοτικό τραγούδι· «Μάννα με τους εννιά σου υιούς και με τη μια σου κόρη — 'ς τα σκοτεινά την έλουζες, 'ς το φέγγος την επλέκες».

Έστρεψε πέριξ το βλέμμα, αλλ' όλα του εφαίνοντο σκοτεινά, θολωμένα· το βαρέλι επήδα εμπρός του, ως πεδικλωμένος ίππος, τα κρύσταλλα, υψηλά και υπόλευκα εφαίνοντο θεώρατα φάσματα, χορεύοντα πέριξ του καρσιλαμάν· το έδαφος εσείετο, η μαύρη του σπηλαίου οροφή εστρέφετο ως ανεμίδι. . . Άπλωσε τας χείρας διά να στηριχθή· η κεφαλή του έπεσε βαρεία επί του στήθους και το πελώριον σώμα του εταλαντεύετο εμπρός και οπίσω, ως κυπάρισσος την οποίαν δέρνουν όλοι αι άνεμοι εκ συμφώνου.

Η ίδια· πιο σκοτεινά. Ο Στεφανής ανάμεσα στις πορτοκαλιές. Η Αρετούλα στο παράθυρο δίχως να τονε βλέπη. Αρετ. Ήθελα να ξέρω, σα με γεννούσε η μάννα μου, τι πουλί να κελαϊδούσε μέσα σ' αυτοδά το περιβόλι, και με μάγεψε, και να κλείσω το βράδυ παράθυρο δεν μπορώ δίχως να σκύψω και να το γλυκοδώ!

Ανέβηκα το χωριό τρέμοντας ολομόναχη μέσα στα σκοτεινά. . . Όνειρο μέσα στόνειρο πρέπει να είταν! Ως τόσο να τον ο δρόμος μας! Να την η θύρα μας! Μισοφέγγει ένα παράθυρο και το βλέπω το σπίτι μας. Το βλέπω, και να φωνάξω δε μπορώ να μου ανοίξουν .... Τουρτουρίζουν τα δόντια μου! Σύγκρυα με περέχυσε ο βλογημένος ο Κωσταντής!