United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν θέλης να φύγης, φύγε. Τι σου ήλθεν; Η Αϊμά διηυθύνθη προς την θύραν. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος ήτο διπλούς υποκριτής. Ένθεν μεν προσεποιείτο ότι την άφηνεν αδιαφόρως να φύγη, ένθεν δε ότι την εμπόδιζεν εκ διαφέροντος. — Πού θα πάγης, κορίτσι μου; Είσαι στα καλά σου; Θέλεις να σε φάνε οι λύκοι; Και πού θα πας τέτοιαν ώρα μοναχή σου; ολομόναχη; Η Αϊμά δεν απήντησεν, αλλ' απεπειράθη να εξέλθη.

Χάρη νάχης τον Άη Γιάνη, που πήγα και λειτουργήθηκα σήμερις, και δεν ξεχυμίζω μαθές τώρα με τα νύχια μου να τα χύσω τα μάτια σου που η γλώσσα σου νισάφι δεν έχει. Περμ. Και δεν κοιτάζεις, θεότυφλη, να τηνε δης την κοπέλλα στο παραθύρι της εκειδά, που στέκεται ολομόναχη; Πιπ.

Στο νεκροταφείο είναι μια μικρή πέτρα με την επιγραφή «Ο μικρός μας Σβεν». Είναι στημένη στο μικρό ύψωμα κάτω από μια φλαμουριά, που τα φύλλα της είναι τώρα μαδημένα. Πλάι στον κορμό της φλαμουριάς είναι ένα κάθισμα και στο κάθισμα κάθεται μια ολομόναχη, μαυροντυμένη γυναίκα με μακρύν πέπλο, όπως μιας χήρας.

Τι το θέλανε ; Για να χρειασθή σε μιαν ανάγκη ! ε ; «Να μην ήμουν κ' εγώ και να πάθαινες τη λιγοθυμιά ολομόναχη ! Κύριε σώσε ! Έχω μιαν ιδέα πως πάει να ιδή το κομιτάτο !» Η Βεργινία της έκαμε «ναι» με το κεφάλι. Ορίστε μας! Έμ τότες δε καθότανε σπιτάκι της μια και καλή.

Συνεδύαζε δε την τύχην του στάχυος με την ιδικήν της κ' ένα παράπονον εγεννάτο εις τα στήθη της, διότι ήτο μόνη εκεί και ηρώτα εαυτήν, διατί τάχα να μην είνε και ο Μήτρος. Ήθελε να είνε· βέβαια, πολύ καλλίτερον θα ήτο τούτο· θα είχε τουλάχιστον ένα γείτονα όπισθέν της, ενώ τόρα ήτο τόσον ολομόναχη εις την έκτασιν εκείνην των θερισμένων αγρών, με τα βόσκοντα ζώα!

Είμαι ολομόναχη σ' αυτόν τον τόπο, ολομόναχη σ' αυτό το παλάτι όπου κανείς δε μ' αγαπά, χωρίς στήριγμα κανένα, στη διάκρισι του Βασιληά. Αν του πω μια λέξι για σας, δε βλέπετε ότι κινδυνεύω να βρω ατιμωτικό θάνατο; Φίλε, ο Θεός να σας προστατεύη. Ο Βασιληάς σας μισεί, πολύ άδικα. Αλλά σ' όποιον τόπο και να πάτε, ο Μεγάλος Θεός θα σας είναι αληθινός φίλος».

Δούλεψεςδε δούλεψες; πούνε το λοιπόν η σοδειά σου; Α δε μούστελνε ο Θεός το κορίτσι, θα καθόμουν ολομόναχη σαν κουρούνα να κλαίω την ερμιά μου! — Έχεις άδικο, γριά· μα τον Ύψιστο έχεις άδικο να με μαλώνης. Τι φταίω 'γω σ' αυτό; — Τι, εγώ φταίω; — Όχι, δεν είπα τέτοιο πράμα· είπε ο γέρος, χαμογελώντας με το θυμό της. Ούτε συ φταις ούτε γω. Έτσι θέλησε ο Θεός κ' έτσι έγινε.

Και συ, Κυβέλη, τάχατε δεν κλαις το βοϊδολάτη; Μήπως κι ο Ζευς δεν έγινεν αϊτός για βοϊδολάτη; Μόνο η Ευνίκη, πιο ώμορφη τάχα κι απ' την Κυβέλη κι απ' τη Σελήνη πιο ώμορφη κι από την Αφροδίτη, αυτή δεν καταδέχεται, δε θέλει βοϊδολάτη. Και συ, Αφροδίτη, εδώ κ' εμπρός μην αγαπάς εκείνον, μη τον γυρεύης στο βουνό, μη τον ζητάς στη χώρα, μα μόνη κι ολομόναχη τη νύκτα να κοιμάσαι.

Τι θα πης, μαννούλα μου, να με δης άξαφνα μπροστά σου με τέτοια τρομάρα στο πρόσωπο! Μ' άφησε ο Κωσταντής ολομόναχη, ότι σιμώσαμε το χωριό, ότι ακούσαμε μια φωνή που σιγοδιάβαζε μέσα στο Κοιμητήριο, και χάθηκε από μπρος μου μαζί με το φρενιασμένο τάλογο που περνούσε θάλασσες και βουνά. Γίνεται να μην είνε όνειρα όλα αυτά; Είμουνα στο σπιτάκι μου απόψε.

Δεν πέρασαν πολλά σπίτια για να φτάσουνε στο σπίτι του Προεστού. Χτύπησε την πόρτα ο χωριανός δυνατά και γοργά. — Ποιος είνε; φωνάζει γυναικίσια φωνή απομέσα. — Άνοιξε, κερά Φωτεινή, κ' είνε ένας Μυλόρδος. — Χριστέ και Παναγιά μου! Και τι να τον κάμω που είμαι ολομόναχη! — Άνοιξε συ, και γω βρίσκω και τον Αφέντη, αποκρίνεται ο Αποδουλίτης απέξω.