United States or Gabon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο ντον Πρέντου πήγε να καθίσει κοντά στην αρραβωνιαστικιά του. «Πώς είναι η διάθεσή μας σήμερα;» «Σταμάτα, Πρέντου, μην τραβάς το πανί, με τρυπάει η βελόνα….» «Αυτό θέλω κι εγώ!» «Πρέντου άσε με∙ κάνεις σαν μικρό παιδί!» «Εσύ φταις που μου έκανες μάγια για να ξεμωραθώ…» «Πρέντου!

Κισσέ που απάνω σέρνεσαι στο σπίτι και το ζώνεις με τ' άνανθα, τα σκοτεινά κι ανεύωδα κλαδιά κι ολόγυρα στη θύρα του πένθιμο θόλο απλώνεις, σα νάχη στο κατόφλι της καθίσει η ωχρή βραδιά. Κι ούτε πουλί δεν έρχεται, μήτε του ηλιού το χάδι, και μήτε ένα ψιθύρισμα δε σου ξυπνά η πνοή· άχαρα πάντα απάνω σου περνούν αυγή και βράδυ, λες ίδια ζούμε θλιβερή κι εσύ κι εγώ ζωή.

Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις· το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη, 165 κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα· και πικρά τον ωνείδισεν ο Αντίνοος και του 'πε· «Ποιος λόγος, Λειώδη, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα, βαρύς, φρικτός, και ως τ' άκουσα θυμός με κυριεύει, ότι, αν εσύ δεν δύνασαι το τόξο να τανύσης, 170 αυτό καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων. όχι, δεν σ' έχ' η σεβαστή μητέρα γεννημένον τόξων συ να 'σαι τραβηκτής και βέλη ν' ακοντίζης· αλλά μνηστήρες θαυμαυστοί θα το τανύσουν άλλοι».

Ο ραββίνος Συμεών ο Σετάχ, κληθείς ποτε υπό βασιλέως εις δείπνον, εκάθισεν αυθαιρέτως μεταξύ του βασιλέως και της βασιλίσσης, εδικαιολόγησε δε την πράξιν του ειπών ότι γέγραπται εν βίβλω Ιησού υιού Σειράχ, «ύψωσον σοφίαν και υψώσει σε, και καθίσει σε μετά ηγεμόνων». Ο Ιησούς ήρχισε να τους διδάσκη ότι, εν τη βασιλεία του Θεού, ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται, ο δε υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται.

Είχε καθίσει όχι πολύ παράμερα απ' αυτής, τόσον πλησίον της, ώστε να μη δύναται ανέτως να την κυττάζη, και τόσον μακράν της, ώστε να μη φθάνη να αισθανθή του θερμού χρωτός και της αναπνοής της την γειτνίασιν. Και όμως επεθύμει να την βλέπη εωσότου εζαλίσθη να κυττάζη πλέον τα κύματα.

Ότε ο φιλόσοφος είχεν εξέλθει μετά την μακράν εκείνην προσευχήν ην απηύθυνε εις τους θεούς, είχε καθίσει έξω εγγύς της θύρας, και έπλεεν εις πέλαγος διανοημάτων και δισταγμών. Δεν παρήλθε πολύς χρόνος, και η Αϊμά είχεν εξεγερθή. Τότε ο φιλόσοφος ήκουσε τον σφοδρόν εκείνον διάλογον μεταξύ της κόρης και του πρώτου των Γύφτων.

Μόνον η γραία, η μήτηρ της, ήτις, αν και αναγκασμένη ήτο να στρέψη τα νώτα προς την κόρην, διά ν' αντιμετωπίζη φιλοφρόνως την συμπεθέραν και τον γαμβρόν, είχε καθίσει όμως με τοιούτον τρόπον, ώστε να έχη μόνον την μίαν πλάτην γυρισμένην προς την νέαναίφνης ως να την επληροφόρησεν αόρατον πνεύμα ότι κάτι έτρεχεν, εστράφη αποτόμως προς την θυγατέρα της, και είδε τ' απηγορευμένα «καμώματά» της.

Άρχισε να το διαβάζει, με το πανί κρεμασμένο στο μπράτσο και τα μάτια ακόμη υγρά από τα δάκρια της αγάπης. «Εν ονόματι της Μεγαλειότητός του Βασιλέως ….» Το χαρτί είχε κάτι το μυστηριώδες και φοβερό: έμοιαζε να προέρχεται από κάποια δύναμη του κακού. Σιγά σιγά, όσο διάβαζε και καταλάβαινε, η Νοέμι νόμιζε ότι ονειρεύεται. Πήγε πάλι να καθίσει και ξαναδιάβασε καλύτερα.

Η πρώτη φανερά καταγγελία Του κατά των αρχών εφ' ων εβασίζετο το Φαρισαϊκόν σύστημα, έλαβεν αφορμήν έκ τινος νέας αποπείρας των εν Ιεροσολύμοις γραμματέων, όπως βλάψωσι την θέσιν των μαθητών Του. Μια των ημερών παρετήρησαν ότι οι Απόστολοι είχον καθίσει εις δείπνον χωρίς να νίψωσι πρώτον τας χείρας των.

Και ο παπάς ακόμη βγήκε από την καλύβα του, κοίταξε τριγύρω, ήρεμος και κόκκινος σαν μωρό φαλακρό ακόμη και στη συνέχεια πήγε να καθίσει πλάι στις κυρίες Πιντόρ. «Ωραίο παλικάρι ο ανιψιός σας, ντόνα Ρουθ