United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπρεπε να καθαριστεί ο αέρας κι απ' αυτούς, τους Παραβάτες. Το «Πανηγύρι της Κακάβας» είναι ωραιότατο και σε τραντάζει η δύναμή του. Η περιγραφή των Γύφτων τρέχει σαν ποτάμι, όπως και στον «Ερχομό». Μόνο μου φάνηκε πως οι Γύφτισσες δεν είναι αρκετά ζωγραφισμένες, αν και το λίγο που λέτε γι' αυτές είναι πανέμορφο.

Είπομεν ότι όχι μόνοι οι τρεις γύφτοι ειργάζοντο πάντοτε, και τούτο εμετρίαζε την μονοτονίαν των γογγυσμών του πρώτου γύφτου, των μειδιαμάτων και ακκισμών της γραίας και των αδιαλείπτων συριγμών των δύο μικρών γύφτων. Οι άλλοι προσερχόμενοι εις συνεργασίαν χαλκείς ήσαν εύθυμοι οπωσούν σύντροφοι.

Ηδύνατο ν' ακούση τις, κατά τους βαθείς όρθρους, καθ' ον χρόνον τα μαυρισμένα πρόσωπα των γύφτων έλαμπον φανταστικήν λάμψιν αντικρύ του πυρός, ο δε βαρύγδουπος ραιστήρ κατεφέρετο εκ διαλειμμάτων διακόπτων την μονότονον ιαχήν των δύο φυσητήρων, και ο μέλας καπνός ανεπέμπετο διά της ύπερθεν ρωγμής, και οι σπινθήρες ανέβαιναν απειράριθμοι εις ύψος, ηδύνατο ν' ακούση διαλόγους οίος ο επόμενος·

Ο δυστυχής νέος δεν είχεν εννοήσει την παραγγελίαν του πρώτου των Γύφτων, και έμενεν αδρανής, προσπαθών να παρηγορήση την μητέρα του, ήτις έκλαιε καθ' εκάστην πρωίαν την στέρησιν του συζύγου. Την νύκτα εκείνην ο Πρωτόγυφτος ιδών το θυελλώδες του καιρού, ετόλμησε να ζητήση φιλοξενίαν παρά του Τρέκλα.

Είτε ήνοιγε το στόμα, είτε κλειστόν είχεν αυτό, οι δύο κυνόδοντες ουδέποτε ηδύναντο να κρυβώσιν. Η γραία αύτη ήτο σύζυγος του πρεσβυτέρου των τριών ανδρών και μήτηρ των δύο νεαρών γύφτων. Ηδύνατο δε να ορκισθή εις τον Ήφαιστον ότι και της νέας κόρης επίσης ήτο μήτηρ. Ο γέρων ήτο παράξενος, δριμύς, οξύχολος, εμορμύριζε πάντοτε, ποτέ δεν ήτο ευχαριστημένος.

Το πρωί λοιπόν της τρίτης του Αυγούστου έκαμεν έφοδον από το μέρος της πύλης των Γύφτων και από τους προμαχώνας των Αγίων Θεοδώρων και Αγίων Αναργύρων, μέρη τα οποία εικοσιτέσσαρας ώρας αδιακόπως προεκανονοβόλησεν· αλλ' από μεν την πύλην των Γύφτων αντεκρούσθησαν ανδρείως και ωπισθοδρόμησαν οι εχθροί, εισήλθον όμως εις την πόλιν από τα κρημνισθέντα μέρη του περιβόλου του μεταξύ των δύο ανωτέρω προμαχώνων.

Μέχρις ου χρόνου εξικνείτο η μνήμη της, εκτός μιας μόνης και φρικώδους αναμνήσεως της βρεφικής της ηλικίας, δεν ενθυμείτο άλλην οικίαν πλην της καλύβης των σιδηρουργών, ουδέ άλλους γονείς πλην του σεβασμίου τούτου ανδρογύνου. Ενταύθα είχεν ηλικιωθή, το μόνον δε όπερ κατώρθωσεν ήτο, αφότου ηλικιώθη, το να αποφύγη την βαναυσότητα του πρώτου των γύφτων, και τούτο διά της γλυκείας γλώσσης της.

Κατόπιν τούτων έτρεχον και οι ένοπλοι εκείνοι άνθρωποι, οίτινες δεν ηδύναντο ευκόλως να τους παρακολουθώσι, διότι το φέγγος της σελήνης ήτο θεϊκόν, και ηγνόουν το έδαφος του τόπου. Εν τούτοις και ούτοι έφθασαν μετά τινα χρόνον ύστερον των τριών Γύφτων. — Πιάστε την! πιάστε την! έκραζε λυσσών ο Πρωτόγυφτος, σείων την πυράγραν ην επρόφθασε ν' αρπάση εκ του χαλκείου,

Ότε ο φιλόσοφος είχεν εξέλθει μετά την μακράν εκείνην προσευχήν ην απηύθυνε εις τους θεούς, είχε καθίσει έξω εγγύς της θύρας, και έπλεεν εις πέλαγος διανοημάτων και δισταγμών. Δεν παρήλθε πολύς χρόνος, και η Αϊμά είχεν εξεγερθή. Τότε ο φιλόσοφος ήκουσε τον σφοδρόν εκείνον διάλογον μεταξύ της κόρης και του πρώτου των Γύφτων.

Ποίων; Των Γύφτων; — Ναι. — Και πού στηρίζεσαι, διά να συμπεραίνης τούτο; — Αλλά..., είπεν ενδοιάζουσα η Αϊμά, δεν ενθυμούμαι κ' εγώ ουδέ το πιστεύω με βεβαιότητα. Ως όνειρον έρχεται εις την ενθύμησίν μου, ότι μίαν ημέραν ήμουν εις τον δρόμον, και δεν είχα ούτε πατέρα, ούτε μητέρα. Την άλλην ημέραν ευρέθην έξαφνα εις την καλύβην των ανθρώπων αυτών. — Ιδού οπού ενθυμείσαι. Και τι άλλο ακόμη;