United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα είμαστε οι κύριοι εδώ μέσα εις το σπίτι! έλεγε η γάτα του δωματίου. Δεν είχεν ακόμη βραδυάσει, όταν οι τρεις εύθυμοι άνθρωποι έφθασαν εις Βιλλνεύβ και εκεί εγευμάτισαν. Ο Μυλωθρός εκάθισε εις την πολυθρόνα, εκάπνισε την πίπα του και επήρε ένα υπνάκο.

Η γειτόνισσα εκάγχαζε, προφανώς χωρίς νακούση κανέν αστείον. Και ούτως αι εύθυμοι εκείναι νέαι εύρισκον εύκολον διασκέδασιν. Η Αϊμά ετρέπετο εις φυγήν, οσάκις έβλεπεν όμιλον δύο ή τριών γυναικών επί το αυτό. Ημέραν τινά εις το φρέαρ προτού να γεμίση ακόμη την στάμναν της, έφθασαν τέσσαρες νεαραί γυναίκες όπως αντλήσωσι. Και τότε εύρον πρόχειρον θύμα. — Α! η γυφτοπούλα! Εδώ είσαι;

Εγώ τουλάχιστον, σε βεβαιόνω, εξηκολούθησεν η αγαθή γυνή μετά πικρού μειδιάματος, κατήντησα να μην ομιλώ παρά όταν μαλόνω τους υπηρέτας . . . . Αυτοί οι πτωχοί με το τίποτε είνε πάντα ευχαριστημένοι, εύθυμοι, διασκεδάζουν αδιάκοπα, τραγουδούν, χορεύουν, χαίρονται την ζωήν των τέλος πάντων. Διατί αυτό; — Διατί! είπε καθ' εαυτόν ο χρηματιστής, περιπατών σιγά άνω κάτω εν τη αιθούση.

Αυτοί μεταφέρουσιν ακόμη εκεί, ως είχον μεταφέρει την παρελθούσαν Δευτέραν, τας ελαίας των και τα σκόροδά των και τα πενιχρά των όστρεα και τον απαραίτητον ρητινίτην, και τραγουδούσιν ακόμη εύθυμοι, και χορεύουσι προς τον ήχον βραχνού τινος και παραχόρδου βιολίου. Αλλ' είνε ολίγοι δυστυχώς, ως είνε ολίγοι και οι θεαταί των.

Όταν χωρίζωνται οι άνθρωποι πρέπει να είναι εύθυμοι. Τα κλάματα φέρνουν γρουσουζιά! Γεια σου, Τάσσο! ΦΛΕΡΗΣΛέλα, Λέλα. Μη φεύγης, Λέλα. Έφυγε, πάει. Εσύ, Δώρα; Τόσο γλίγωρα; Πώς; Δεν πήγατε με τη βάρκα; ΔΩΡΑ — Ω, ναι, μπαμπά μου. Πήγαμε. Ο κύριος Νίκος ήτο τόσο καλός . . . Όμως έπεσε ο μπάτης και γυρίσαμε μπρος πίσω. ΦΛΕΡΗΣΓι' αυτό φαίνεσαι τόσο λυπημένη; Έλα κοντά μου. Δε χάθηκε ο κόσμος.

Μου κάνει κακό να το σκέπτωμαι. ΛΕΛΑΤα πράγματα τώφεραν έτσι. Πρέπει να είμαστε γενναίοι στη ζωή. Εσύ θα βρης τρόπο να παρηγορηθής στην αγάπη της κόρης σου. Εγώ; Εγώ είμαι μια γυναίκα συνειθισμένη στις περιπέτειες. Δεν είναι η πρώτη φορά. Θα φύγω μακρυά, ποιος ξέρει τι με περιμένει! Ας μη τα συλλογιζόμαστε όμως, Τάσσο. Ας είμαστε εύθυμοι!

Τοιαύτη έτυχε την εσπέραν εκείνην και οικία τις, όπου κατώκει άλλοτε γνώριμον εις τους φίλους μας πρόσωπον. Οι εύθυμοι νυκτοπλάνητες είδον φως εις τα παράθυρα, υπέθεσαν φυσικώς ότι ο φίλος των έδιδε συναναστροφήν, και χωρίς τινος δισταγμού εζήτησαν διά του αμαξηλάτου των την άδειαν να αναβώσιν.

Όλως παραδεδομένος εις τας ασχολίας του ο Κλέων εις τίποτε άλλο δεν εφαίνετο προσέχων, τίποτε άλλο δεν έβλεπε. Και είχε πολλά να ιδή, πολλά ν' αντιληφθη, αν επρόσεχε. Η σύζυγος του και ο φίλος του ήσαν υπέρ το δέον εύθυμοι, υπέρ το δέον θορυβώδεις και μόνον επί παρουσία του προσεπάθουν να κρατώνται, χωρίς να το κατορθώνουν.

Στη μεγάλη στράτα οι διαβάτες ήσαν εύθυμοι, ζωηροί, άλλοι γελούσαν, άλλοι καμάρωναν, άλλοι μιλούσαν δυνατά, με χειρονομίες και σχήματα. Οι πυκνές δενδροστοιχίες άπλωναν την παχειά τους σκιά στο δρόμο. Ο κάμπος ήτανε ολόγυρα γεμάτος από ανεμώνες. Γύρισα και ρώτησα πάλι τον παραλυτικό: — Γιατί το δρομαλάκι αυτό είναι έρημο και γιατί κανένας δεν πηγαίνει από κει;

Περί το εσπέρας οι βλάχοι εφάνησαν επιστρέφοντες, εύθυμοι και γελαστοί, με ολιγώτερα αρνία αλλά περισσότερον χρήμα εις τα κεμέρια των. Τινές τούτων, κρίνοντες απαραίτητον την μέθην, ήσυχον όμως, άνευ συγκρούσεως ποτηρίων προς ένδειξιν πένθους κατά την Μεγάλην Παρασκευήν, ήρχοντο παίζοντες το τζιρίτι και φωνάζοντες ευθύμως.