United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τω όντι, επήρε το ψαλίδι, έκοψε το σχοινάκι και με επήρε να με περάση εις άλλα χέρια. Διά ένα χρόνον και μίαν ημέραν εγύριζα η έρημη από χέρι εις χέρι, και από εργαστήρι εις εργαστήρι, παντού υβρισμένη, παντού εντροπιασμένη. Κανείς δεν με ήθελε. Κατήντησα να πιστεύω και εγώ η ιδία ότι δεν αξίζω τίποτε.

Συγκρίνων τω όντι τας ησύχους καθημερινάς απολαύσεις της Κέας προς το ηδυπαθές ρίγος, το οποίον με κατέλαβεν όταν μετά δεκαήμερον εξορίαν μού ένευσε προ ολίγου η Χριστίνα να υπάγω κοντά της, κατήντησα εις το συμπέρασμα ότι το ποσόν μακαριότητος, το οποίον δύναται τις να αισθανθή πλησίον γυναικός, είνε ακριβώς ανάλογον της ανησυχίας, της ζηλείας, των στερήσεων και των άλλων βασάνων όσα προηγήθησαν αυτού.

Ευχαριστώ σε, Μεφιστό, εκ μέσης μου καρδίας, συ μ' απαλλάττεις του λοιπού εκ πάσης αηδίας, κι' οσάκις σε χρειάζομαι να έρχεσαι ως φίλος με το γλυκύ κι' επαγωγόν μειδίαμα 'στό χείλος, αν δε τιμώ τα φίλτρα σου σαν φόντα ξεπεσμένα μα πάντοτ' εξυπνότερος θα είσαι από 'μένα. Ιδού λοιπόν εγώ!... κατήντησα ο τάλας αρχαίος Μαθουσάλας και τρέμω και ριγώ.

Εγώ τουλάχιστον, σε βεβαιόνω, εξηκολούθησεν η αγαθή γυνή μετά πικρού μειδιάματος, κατήντησα να μην ομιλώ παρά όταν μαλόνω τους υπηρέτας . . . . Αυτοί οι πτωχοί με το τίποτε είνε πάντα ευχαριστημένοι, εύθυμοι, διασκεδάζουν αδιάκοπα, τραγουδούν, χορεύουν, χαίρονται την ζωήν των τέλος πάντων. Διατί αυτό; — Διατί! είπε καθ' εαυτόν ο χρηματιστής, περιπατών σιγά άνω κάτω εν τη αιθούση.

Αυτή μου λέγει· και πώς ήλθες εδώ; εγώ έχω είκοσι χρόνους που δεν είδα άλλον άνθρωπον εκτός σου· και λέγοντάς ταύτα ανεστέναξεν εκ βάθους καρδίας. Τότε εγώ της διηγήθην όλα μου τα συμβάντα, και πώς κατήντησα εκεί, ομοίως και το γένος μου.

Λοιπόν, ω λαμπρέ μου Ευθύφρον, σπουδαιότατον πράγμα θα ήτο δι' εμέ να γείνω μαθητής σου, και προ της δίκης μου, η οποία εκινήθη εναντίον μου εκ μέρους του Μελήτου, να προκαλέσω αυτόν ενώπιον του αρμοδίου άρχοντος εις εξέτασιν της διαφοράς μας και να του είπω αυτά τα ίδια, τα οποία ήθελον μάθει από σε, ότι εγώ βεβαίως και πρωτύτερα εθεώρουν ως πάρα πολύ σπουδαίον πράγμα να γνωρίζω καλώς τα θρησκευτικά και τώρα, αφού εκείνος με κατηγορεί ότι κατήντησα εις πλάνην, διότι αστόχαστα παρουσιάζω εις τον κόσμον νέας δοξασίας περί θεών, τότε δα βεβαίως έγεινα μαθητής ιδικός σου.

Εις τούτο το αναμεταξύ εσυνάχθησαν εκεί και οι άλλοι κυνηγοί θαυμάζοντες το τοιούτον συμβάν και μάλιστα έμειναν εκστατικοί όταν τους διηγήθην όλην την ιστορίαν μου, και πώς κατήντησα εκεί· τότε μου είπον, βέβαια το τέχνασμά σου να έβγης απεκεί είνε θαυμάσιον, αλλά είνε αξιοθαυμασιοτέρα η τόλμη σου να γίνης ούτω ριψοκίνδυνος της ζωής σου.

Εγώ αγαθή τύχη με όλον που εβυθίσθην εις το βάθος, όταν η θάλασσα με ανέρριψεν, επιάσθην από ένα ξύλον, που κατά τύχην εύρον από τα συντρίμματα του καραβιού, και βαστώντας καλά το ξύλον, πότε με τα χέρια, και πότε με τα ποδάρια βοηθούμενος ωσάν με κουπιά, ομοίως και το κύμα όντας σφοδρόν από τον άνεμον, κατήντησα τέλος πάντων εις τα περιγιάλια ενός νησιού προς τα τέλη της ημέρας, και εκεί το κύμα με έρριξεν έξω με το ξύλον σχεδόν ημιθανή από την κακοπάθειαν της θαλάσσης.

Με σταματάτον δρόμον μου. — Κρύψετε την φωτιά σας, ω άστρα, φως να μην ιδή τον σκοτεινόν μου πόθον, να μην ιδή το 'μάτι μου το χέρι! — Πλην να γείνη ό,τι το 'μάτι να ιδή θα τρέμη, όταν γείνη! ΔΩΓΚΑΝ Αλήθεια, Βάγκε αγαθέ, γενναίος είν' ο Μάκβεθ! Κατήντησα να τρέφομαι με τα εγκώμια του συμπόσιόν μου είν' αυτά! Πηγαίνωμεν! Εκείνος επήγ' εμπρός με τον σκοπόν να μας προϋπαντήση. Τι συγγενής!

Τότε εσηκώθη μία εκ μέρους όλων και με χαροποιόν πρόσωπον με εχαιρέτησε και πιάνοντάς με από το χέρι με εκάθισεν εις την μέσην αυτών· έπειτα από μία μία ήλθαν όλες και με εχαιρέτησαν και με συνεχάρησαν διά το κατευόδιόν μου εκεί· τότε μου λέγουν· από τώρα και εις το εξής εσύ είσαι ο αυθέντης μας και κριτής μας και ημείς η σκλάβες σου· και εν τω άμα έφεραν νερό ζεστό και μου έπλυναν χείρας και πόδας, με άλλαξαν με λευκά λαμπρά φορέματα, ετοίμασαν ευθύς την τράπεζαν με πολυποίκιλα φαγητά, ποτά εξαίρετα και διάφορα και πλέον εκλεκτά οπωρικά και εκάθισαν όλες εις την τράπεζαν και αφού εφάγαμε και ήπιαμε αρκετά, άρχισαν άλλες να λαλούν διάφορα μουσικά όργανα, άλλες να τραγουδούν συντροφεύοντας τα όργανα, ώστε εσχηματίζετο μία εναρμόνιος συμφωνία και μελωδία και άλλες πάλιν να χορεύουν διαφόρους χορούς· και εν κοντολογία ο σκοπός αυτών όλος ήτον για να μου δώσουν την πλέον εξαίρετον ξεφάντωσιν, που ανθρώπινος νους δεν δύναται να καταλάβη· έπειτα μου εζήτησαν να τους διηγηθώ την ιστορίαν μου, τις ήμουν και πώς κατήντησα εκεί· και εγώ τους διηγήθην όλα μου τα συμβάντα καταλεπτώς· ως τόσον επέρασεν αρκετή ώρα της νυκτός.