United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις το ωραίον στάδιον, που άρχισεν ο γυιός της τραβώντας ίσα προς το αξίωμα του μυστικοσυμβούλου και του πρέσβυ, να τον ιδή διά μιας να σταματά, και να γυρίζη πίσω με το ζώον εις τον σταύλον!

Αν η πολύβουλη Αθηνά τους διο τους μ' αξιώσει 260 να σφάξω, τότε εσύ εκειδά σταμάτα το δικό μας γοργό ζεβγάρι, δένοντας τα γκέμια απ' το στεφάνι, και στο δικό σου νιάσου εφτύς να πεταχτείς ζεβγάρι, και χτύπα το ως των Αχαιών απ' των οχτρών το μέρος.

Πλην . . . δυστυχώς . . . — και σταματά, ως αν κατέλειπεν αυτόν η δύναμις να τελειώση. — Τίποτε σπουδαιότερον; ω! επιφωνεί ο προϊστάμενος αυτού· και πώς; — Δεν ηξεύρω, τη αληθεία, — εκρύωσε φαίνεται, και έχει τώρα από το μεσημέρι ένα φοβερόν πυρετόν· είνε εις το κρεβάτι προ τριών ωρών . . . ώστε . . . — και σταματά πάλιν, ελπίζων να τον μαντεύσωσι τον δυστυχή.

Και ο ντον Πρέντου πήγε να καθίσει κοντά στην αρραβωνιαστικιά του. «Πώς είναι η διάθεσή μας σήμερα;» «Σταμάτα, Πρέντου, μην τραβάς το πανί, με τρυπάει η βελόνα….» «Αυτό θέλω κι εγώ!» «Πρέντου άσε με∙ κάνεις σαν μικρό παιδί!» «Εσύ φταις που μου έκανες μάγια για να ξεμωραθώ…» «Πρέντου!

Σταμάτα!» «Ξέρεις τι λέει η φιλοσοφίνα η Στεφάνα; Λέει πως τώρα έκανες ανάποδα τα μάγια: πρώτα για να αδυνατίσω, τώρα για να παχύνω…» «Αστειεύεσαι Πρέντου, οι υπηρέτριές σου όμως είναι γλωσσούδες.» «Μα είναι φανερό ότι παχαίνω. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να λυθούν τα μάγια…» Η ντόνα Έστερ ακούμπησε στο κάθισμα της Νοέμι και κοίταξε τον ξάδελφο χωρίς να μιλά, περιμένοντας.

Την τελευταία φορά που ζωντανό τον είδα, είτανε στο γραφείο της «Εφημερίδος» . Ήρθε συντροφεμένος από δυο φίλους του. Μου γύρεψε χαρτί. Πήρε την πένα, σημείωσε βιαστικά με γράμματα που μόλις διαβάζονται: «Σήμερον το εσπέρας τελούνται οι γάμοι του μεγάλον ποιητού Βιζυηνού μετά της...» Εδώ σταματά το γράψιμο· το χαρτί με το σημείωμα το κρατώ από τότε σε κάποιο βάθος του συρταριού μου.

Και όταν ήλθες εις τον εαυτόν σου, πού ευρέθης; ηρώτησεν η μοναχή. — Όταν άνοιξα τα όμματά μου, μου εφάνη ότι ήμουν επάνω εις μίαν κλίνην ζεστήν, και φωτία αναμμένη έκαιε πλησίον μου. Ένας αγνώριστος άνθρωπος έστεκεν επάνωθέν μου και μ' εκύτταζε με συμπάθειαν. — Και έπειτα; — Έπειτα δεν ενθυμούμαι πλέον. Εδώ σταματά η μνήμη μου. Ως φαίνεται έπεσα εις αρρώστιαν, η οποία διήρκεσε πολύν καιρόν.

Όπως όταν απρόοπτός τις τρόμος σταματά την αχαλίνωτον πτήσιν του αετού, και τον ρίπτει με ένα πεπνιγμένον κρωγμόν και με μαζωμένα τα πτερά εις το έδαφος, ούτω και προ εκείνης της αγνότητος του αναμαρτήτου βίου, και προ της υπεροχής της εσωτερικής ευδαιμονίας, ο άγριος προφήτης της ερήμου μεταβάλλεται εις ευπειθές και συνεσταλμένον παιδίον.

Σαν ενύκτωσε και δεν ήκουε πλέον φωνάς, ούτε πατήματα έξωθεν της θύρας του, απετόλμησε να εξέλθη. Η κυρά Γιάνναινα, η οποία, φαίνεται, τον παρεμόνευε, τον σταματά και του λέγει: — Αύριο, το δίχως άλλο, να βρης κάμερα, να κουβαλιστής!... Ας μην ετελείωσε κι' ο μήνας! ...καλλίτερα έχω να σου δώσω πίσω τα λεπτά, όσα κάνει για της μέρες του μηνός που μένουνε.

Αυτό του συμβαίνει συχνά, ν' απομακρύνεται δηλαδή και να σταματά όπου τύχη. Έπειτα από ολίγον θα έλθη, όπως εγώ νομίζω. Μη τον ενοχλήτε λοιπόν, αλλ' αφήσατέ τον. — Ας γείνη έτσι, είπεν ο Αγάθων, αφού αυτή είνε η γνώμη σου. Αλλά δι' ημάς τους άλλους, παιδιά, δόστε μας να φάγωμεν. Φέρετε ό,τι θέλετε, ωσάν να μη περιμένετε διαταγάς από κανένα, πράγμα το όποιον δεν έκαμα ποτέ μου.