United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εύρε δε την ομάδα των επτά ή οκτώ ανθρώπων, έξω της θύρας του ναΐσκου της Παναγίας, ακριβώς καθ' ην στιγμήν η θειά τ' Αρετώ ηύχετο εις τον Στάθην να είνε άξιος ο μισθός του. — Τι τρέχει; ηρώτησεν ο Αγκούτσας. Ο Περηφανάκιας, του οποίου η γλώσσα ήτο καταληπτή εις τον Αγκούτσαν, του διηγήθη εν ολίγοις τα τρέχοντα.

Ήτο λίαν καλοφορεμένος και σεβαστός κύριος, και ο κυβερνήτης του κοττέρου τον έβλεπε διά πρώτην φοράν. — Κάνεις το εμπόριο των τυριών του λόγου σου; τον ηρώτησεν ο καπετάν-Νικολάκης το Τρυποκαρύδι. — Όχι, είμαι έπαρχος, απήντησε μετά σοβαράς υπεροψίας ο κ. Καψιμαΐδης . . . — Α! κατάλαβα . . . Και δεν αντήλλαξαν πλέον λέξιν καθ' όλον τον πλουν.

Όπου ο μικρός υιός του παπά, όστις εκύτταζεν ανάλγητος μικρόν νεκρόν σώμα, ηρώτησεν ακαίρως τον πατέρα του· — «Παπά, γιατί λες «μητρός αθλιέστερον», και δεν λες «συμπαθέστερον», όπως και για τον πατέρα;

Παρών δε ο Ιωάννης παρετήρει μειδιών και χαίρων τα έργα του, καθώς μειδιά και χαίρει φιλόστοργος πατήρ, οσάκις τρυφερώς ατενίζη τους οφθαλμούς επί των καλώς ανατεθραμμένων τέκνων του. Ο Γεροστάθης, βλέπων ημάς θαυμάζοντας τας ωραιότητας του κήπου, μας ηρώτησεν αν ευρίσκωμεν ομοιότητά τινα μεταξύ του κήπου του και του μεγάλου Αλεξάνδρου.

Εγώ είμαι ικανός να σε γλυτώσω, αν σε πειράξη κανείς. Αύριο πρωί σου υπόσχομαι άμα ξυπνήσωμε, να φύγωμε μαζή. Μείνε. Σου το υπόσχομαι. — Διατί να με φέρης εδώ; ηρώτησεν η Αϊμά. — Δεν σ' έφερα διά κακόν σκοπόν, σου το ορκίζομαι. — Και τίνος είνε αυτό το σπίτι; — Είνε... ενός καλού ανθρώπου... αυτός σε αγαπά πολύ, αλλά δεν θέλει στανικώς να σε πάρη. Αν θέλης να τον ακολουθήσης...

Πώς λέγεις; Ηρώτησεν ο Σιμμίας. Αυτό οπού λέγω, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης είναι ωσάν τα εξής· η παράστασις του ανθρώπου είναι βέβαια άλλη και η παράστασης της λύρας άλλη. Και πώς όχι; Είπεν ο Σιμμίας.

Εν τούτοις ο Πλήθων συνάψας τας ιδέας του είπε·Καλώς λέγεις, ω Σχολάριε. Αλλ' ουδαμού εκήρυξα εγώ δόγματα τοιαύτα, αν δε και εγράφη τι φιλοσοφικώτερον, δεν ήτο τούτο προωρισμένον όπως αναγνωσθή παρά του λαού. Αλλ' ας αφήσωμεν τούτο το ζήτημα, διότι μοι προξενεί κόπον. Ο Σχολάριος συνεστάλη και εσιώπησε. — Και είσαι απών εκ της Κωνσταντινουπόλεως από πόσου χρόνου; ηρώτησεν ο Πλήθων.

Όταν άλλος τον ηρώτησεν εάν και αυτός τρώγη τηγανίτες, Νομίζεις, είπεν, ότι η μέλισσες κατασκευάζουν το μέλι διά τους μωρούς; Ιδών δε εις την Ποικίλην Στοάν ανδριάντα του οποίου η χειρ είχε αποκοπή, Αργά, είπεν, οι Αθηναίοι ετίμησαν τον Κυναίγειρον με ανδριάντα.

Και λοιπόν, επειδή η μία ψυχή δεν είναι διόλου περισσότερον ή ολιγώτερον ψυχή από μίαν άλλην, δεν εβάλθη λοιπόν εις αρμονίαν ούτε περισσότερον ούτε ολιγώτερον από την άλλην; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Έτσι είναι, είπεν ο Σιμμίας. Και αφού βεβαίως έπαθε τούτο, δεν θα είναι μέτοχος περισσοτέρας ούτε αναρμοστίας ούτε αρμονίας; Όχι βέβαια, είπεν ο Σιμμίας.

Αλλά πώς; Εληά ήτανε να την ξεχιονίσω; — Ας πάνετην οργή κι' αυταίς η εληαίς, κολλήγα. Κόντεψε να σε χάσουμε. Ας πάνε ς' την οργή! Διέκοψεν ο κολλήγας, κενών άλλο ποτήριον εις τον λάρυγγά του. — Η εληαίς μονάχα κολλήγα, ή και τα θηλιάσματα μαζί; Ηρώτησεν ο μπάρμπα-Σταύρος γελών και θωπεύων τούς μύστακάς του τους στακτερούς. — Όλο να με πειράζης, κολλήγα.