United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τους βλέπεις από μια στιγμή εις άλλη να πληθαίνουν, και λες πως χοίρους έχουνε μες το σιτάρι σπείρει . . όσοι σοφοί και λόγιοι εις την Ελλάδα βγαίνουν, τόσοι βλαστάνουν βάρβαροι εις την Σκυθίαν χοίροι. Δεν έπαυσα να μάχωμαι και να τους κυνηγώ, μα τι να κάμω μόνος μου εμπρός σε τόσο πλήθος; ως που από το τρέξιμο 'κουράσθηκα κ' εγώ, και σ' ένα σάκκο έπεσα με γογγυτό 'στο στήθος.

Εκείνος θύμωσε· αρπάζει τη μηλιά απ' το χέρι μου και μου δίνει μια σπρωξιά. Να, έτσι έπεσα και λερώθηκα... Μα τι στραβόκοσμος! τι στραβόκοσμος!.. — Τι ήθελες ν' ανακατωθής του λόγου σου, είπε ο Δημητράκης. — Γιατί, κύριε! τον ρώτησε ο Αριστόδημος με θυμό. Το μυαλό δεν τόχει κανείς μοναχά για τον εαυτό του· τόχει και για τους ξένους.

Βεβαίως Αυτοκράτειρα δεν ήτο και εκείνη! αμμ' τι να κάμω; 'στην Αζόφ δεν εύρισκα παλάτι· τουλάχιστον ελέγετο κι' αυτή Αικατερίνη, και ήτο του εμπόρου μου μαγείρισσα αφράτη. Πώς έπεσα 'στο μαγειριό από τας βασιλίσσας; ω! μη γελάσετε γι' αυτό, των Αθηνών ιππόται· η δύναμις της ωμορφιάς τας κάμνει όλας ίσας, κι' όπου ανθίζει ωμορφιά, εκεί και θιασώται.

Επάνω εις αυτήν την βεβαίωσιν έπεσα εις τα γόνατα της Ρετζίας, χωρίς να χάσω καιρόν· Αχ βασίλισσά μου, της είπα· εσύ είσαι το λοιπόν εκείνη που βλέπω, τον καιρόν που με κανένα τρόπον δεν ήλπιζα να σε ξαναϊδώ; είμαι υπόχρεος διά ταύτην την χάριν εις την αγάπην ετούτου του μεγάλου φιλοσόφου, που με την τέχνην του με έκαμε να ανταμώσω την αγάπην μου και την χαροποίησιν μου· γνωρίζεις εις εμέ εκείνον τον νέον, που επαραστάθη έμπροσθεν σου εις μορφήν του περιβολάρη; και που δι' αγάπην σου εκαταντήθηκα να περάσω διά κασιδιάρης; εσύ ηξεύρεις με τι βαρβαροσύνην έκαμες να με σύρουν από το παλάτι σου έξω, οπόταν εκατάλαβες πως ήμουν μεταμφιεσμένος, και με ποίαν καλήν τύχην έφυγα τον σκληρόν θάνατον, που από αιτίαν σου μου ήθελε δοθή· και με όλες αυτές τες σκληρότητές σου δεν αφέθηκα που να σε αγαπώ.

Και όταν ήλθες εις τον εαυτόν σου, πού ευρέθης; ηρώτησεν η μοναχή. — Όταν άνοιξα τα όμματά μου, μου εφάνη ότι ήμουν επάνω εις μίαν κλίνην ζεστήν, και φωτία αναμμένη έκαιε πλησίον μου. Ένας αγνώριστος άνθρωπος έστεκεν επάνωθέν μου και μ' εκύτταζε με συμπάθειαν. — Και έπειτα; — Έπειτα δεν ενθυμούμαι πλέον. Εδώ σταματά η μνήμη μου. Ως φαίνεται έπεσα εις αρρώστιαν, η οποία διήρκεσε πολύν καιρόν.

Βάλανε κλήρο κ' έπεσα σ' ένα βογιάρο, που μ' έκαμε κηπουρό του, και μούδινε είκοσι καμουτσικιές την ημέρα.

Ο δε βασιλεύς της Θέμπας με οξύτητα ξεπεζεύοντας παίρνει εις τας αγκάλας του την αγαπημένην του γυναίκα, και γεμάτος από αγαλλίασιν της λέγει· αχ! βασίλισσά μου, με τι μάτια κυττάζεις ένα συμβίον που σε εκαταφρόνεσε τόσον; μα αλλοίμονον εις εμέ, εις τι τυφλότητα έπεσα να παιδεύσω μίαν ανεύθυνον; παρακαλώ σε μη με μισήσης ότι εγώ δεν έχω το φταίξιμον, αλλά οι μαγείες εκείνης της μιαράς με εθάμπωσαν, και έκαμα τέτοιαν ανομίαν, και διά τούτο παρακαλώ να συμπαθήσης το σφάλμα μου.

Έπεσα κει από την τρομάρα την κούραση, τη φρίκη, την απελπισία, την πείνα. Σε λίγο οι καταβλημένες μου αισθήσεις παραδοθήκανε σ' έναν ύπνο, που έμοιαζε περισσότερο με λιποθυμία παρά με ανάπαυση. Ήμουνα σ' αυτήν την κατάσταση αδυναμίας κ' αναισθησίας και ανάμεσα ζωής και θανάτου, όταν ένοιωσα να με πλακώνει κάτι, που σάλευε απάνω στο σώμα μου.

Δεν ημπορούσα να ενθυμηθώ την στιγμήν που έπεσα εις τον λήθαργον, ούτε το μέρος όπου ευρισκόμην. Ενώ έμενα ακίνητος, και προσπαθούσα να τακτοποιήσω τας σκέψεις μου, το ψυχρό χέρι έπιασε τραχύτατα την παλάμην μου και την έσεισε με ανυπομονησίαν. Και η τραυλή φωνή επανέλαβε : — Σήκω! Δεν σου είπα να σηκωθής; — Και ποίος είσαι; ηρώτησα.

Κανείς » Δε μ' απαντάει, δεν κράζει.» « Έπεσα τότε ζωντανός » Στους Τούρκους, και μ' αρπάζουν. » Στη μέση τους με βάλανε » Οι άπιστοι φονιάδες, » Χιλιάδες 'μπρος καιτα πλευρά, » Και πίσω μου χιλιάδες. » Μου λέγουν Τούρκος να γενώ, » Και χρήματα μου τάζουν