United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ’ άφινέ με κάτοικος των βουνών να ’μαι, του Κιθαιρώνος του δικού μου βουνού ετούτου, που η μάνα και ο πατέρας μου σε ζωντανόνε τάφο κυρίαρχο δώκανε για ν’ αποθάνω, για κείνους όπου θέλησαν να μ’ αφανίσουν. Αν και γνωρίζω πως κακό ποτέ κανένα ούτε κι αρρώστια δύναται να μ’ αφανίση, γιατί αν συχνά απ’ τον θάνατον σωσμένος είμαι, για να υπομείνω νέο κακό, τούτο συμβαίνει.

Κάνει χρεία, ότι ένας άνθρωπος από την συντροφιάν να κτυπήση τρεις φορές με το ξύλο επάνω εις το τύμπανον εις το πρώτον κτύπημα το καράβι θέλει ξεμακρύνει έως ένα τράβηγμα σαΐτας, εις το δεύτερον θέλει χαθή από την όρασιν ετούτου του βουνού· και εις το τρίτον θέλει ευρεθή εις την στράταν όπου θελήσει· και ο άνθρωπος που θέλει χτυπήσει το τύμπανον πρέπει θεληματικώς να μείνη εδώ, και οι άλλοι να μισεύσουν».

Ο Μουζαφέρ αφού και του έκαμε μεγάλες δεξίωσες, ιδού και έρχεται ένας Χότζας και τον πιάνει από το χέρι, και του λέγει. Νέε αγαπημένε μου, ο Μουζαφέρ, νοικοκύρης ετούτου του σπητιού, έχει μίαν καλήν γνώμην επάνω εις εσένα, διά την οποίαν ζητά μίαν γλήγορην αποτέλεσιν, η οποία θέλει σε ωφελήσει μεγάλως εις την κατάστασιν που είσαι.

Άφησέ τον το λοιπόν, ακολούθησε να λέγη εις την κατάστασι που τον έφερα, και ας σταθή αυτού ως το τέλος των αιώνων· εσύ όμως ξεμάκρυνε το συντομώτερον από τούτο το μνημείον, και μη συγχίζης πλέον την ανάπαυσιν ετούτου του προφήτου· ειδεμή σε αφανίζω, το οποίον ήθελα να κάμω από το πρώτον, αν δεν ήσουν από την θρησκείαν του Μωάμεθ».

Εις τούτο το θέαμα έμεινα νεκρός από τον φόβον μου. Αλλοί εις εμέ, είπα εις τον εαυτόν μου· τι το όφελος που εγλύτωσα από την θάλασσαν, και από τον κορκόδειλον και ήλθα διά να γένω φαγητόν ετούτου του δράκοντος; και αντίς να πλησιάσω εις την τέντα, έφυγα και εκρύφθηκα εις κάποια δενδράκια, από τα οποία εβάλθηκα να θεωρήσω τον άνθρωπον και τον δράκοντα.

Εγώ δε ονομάζομαι ο προφήτης Χεδέρ, και κατοικώ εδώ καθώς σου είπα· εις εσένα μοναχά στέκει να ζήσης μαζή μου· ημείς μαζή θέλομεν κάνει το προσκύνημά μας, και θέλομεν απολαύσει τες τρυφές ετούτου του κατοικηρίου, που εις την γη δεν ευρίσκεται· εμείς εδώ δεν ηξεύρομεν μεταλλαγές καιρών· πνέει ένας αέρας πάντοτε τερπνότατος και συγκερασμένος· μία παντοτινή άνοιξις βασιλεύει η νύκτα ποτέ δεν εξαπλώνει το σκότος της και η ημέρα που μας φωτίζει είναι πάντα καθαρή και ξάστερη.

Εις το μέσον ετούτου του λιβαδιού εφαίνονταν ένα δένδρον πολλά υψηλόν και φουντωτόν, που έκανεν έναν χαριέστατον ίσκιον, εις την ρίζαν του οποίου ήτον μία τέντα από μεταξωτόν, και υποκάτω αυτής ήτον ένα κρεββάτι με έναν άνθρωπον, που εφαίνονταν πως θα κοιμάται και είχε το ζερβί του χέρι ακουμπισμένον επάνω εις μίαν κασσελοπούλαν χρυσήν, και ένας δράκοντας φοβερός έστεκε σιμά του, και εκρατούσεν εις το στόμα του μίαν καραφοπούλαν με βάλσαμον, και κάθε ολίγον το επλησίαζεν υποκάτω εις τα ρουθούνια του.

Ο Αλής δεν έμεινεν έτσι χωρίς να εξετάση το αίτιον ετούτου του προσφέρματος, και καταλαμβάνοντάς το μου είπεν· καταλαμβάνω, βασίλισσά μου, ότι ο βασιλέας της Θέμπας σε αγαπά· και ούτος ο έρωτας, και όχι η ζωγραφιά μου, τον παρακινεί να μας κάμει αυτές τες περιποιήσεις· ημείς πρέπει να υπάγωμεν εξ ανάγκης να κονεύσωμεν εις το παλάτι του· αυτός δεν θέλει αφήσει ημέραν, που να μην έλθη να σε εύρη, και να σου εξηγηθή τον πόνον του· στάσου καλά εις τον νουν του, θημήσου την ευγένειαν της γεννήσεως σου, και στάσου μακράν εις το να κλίνης εις τα ζητήματά του, και σταθερή διά να μη σε γελάση· μα ανίσως και αυτός ήθελε δειχθή πολλά ερωτικός, εις τρόπον που να σε γυρέψη διά γυναίκα του, εσύ θέλεις τον υπακούσει· ει δε και η γνώμη του θέλει είνε διαφορετική, θέλομεν πασχίσει να κάμωμεν άκαιρον την κλίσιν του.

Επάνω εις αυτήν την βεβαίωσιν έπεσα εις τα γόνατα της Ρετζίας, χωρίς να χάσω καιρόν· Αχ βασίλισσά μου, της είπα· εσύ είσαι το λοιπόν εκείνη που βλέπω, τον καιρόν που με κανένα τρόπον δεν ήλπιζα να σε ξαναϊδώ; είμαι υπόχρεος διά ταύτην την χάριν εις την αγάπην ετούτου του μεγάλου φιλοσόφου, που με την τέχνην του με έκαμε να ανταμώσω την αγάπην μου και την χαροποίησιν μου· γνωρίζεις εις εμέ εκείνον τον νέον, που επαραστάθη έμπροσθεν σου εις μορφήν του περιβολάρη; και που δι' αγάπην σου εκαταντήθηκα να περάσω διά κασιδιάρης; εσύ ηξεύρεις με τι βαρβαροσύνην έκαμες να με σύρουν από το παλάτι σου έξω, οπόταν εκατάλαβες πως ήμουν μεταμφιεσμένος, και με ποίαν καλήν τύχην έφυγα τον σκληρόν θάνατον, που από αιτίαν σου μου ήθελε δοθή· και με όλες αυτές τες σκληρότητές σου δεν αφέθηκα που να σε αγαπώ.

Ο Χεδέρ καταλαμβάνοντας μίαν ημέραν την ανησυχίαν μου, είπε· γνωρίζω πολλά καλά, ότι ήθελες να είσαι εις την Μπάσραν και με το να μην είναι αρκετές οι ηδονές ετούτου του περιβολιού να σε κρατήσουν πλέον, αποφάσισα να πληρώσω την επιθυμίαν σου. Λέγοντας έτσι, εσήκωσε τους οφθαλμούς του εις τον αέρα και βλέποντας ένα μικρόν σύννεφον επάνωθέν μας το εσταμάτησε και το ερώτησε πού πηγαίνει.