United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μίαν στιγμήν υστερώτερον επέρασεν ένα άλλο σύννεφον. Ο Χεδέρ παρομοίως το εξέτασε και το σύννεφον του απεκρίθη, πως υπάγει εις την Μπάσραν διά να κάμη καλόν. Επειδή και πηγαίνεις διά καλόν, του απεκρίθη ο Χεδέρ, θέλω να μου κάμης μίαν χάριν να φέρης ετούτον τον Μουσουλμάνον εις την Μπάσραν, και να τον αποθέσης εις την πόρταν του σπητιού του.

Σε λίγο εμπήκε στην αυλίτζα μικρού, φτωχικού σπητιού. — Η γιαγιά η γιαγιάκα· ακούσθηκε η χαροπή φωνή μικρού αγοριού και στη στιγμή, δύο παιδάκια, εφτά χρονών το αγόρι και πέντε το κοριτζάκι έτρεξαν, αγκάλιασαν την γρηά και την έμπασαν στην κάμαρα μικρού σπιτιού και την έβαλαν κ' εκάθισε. Στη στιγμή ευγήκε η κόρη της. — Αχ! μανούλα! πώς τ' αποφάσισες; Η γρηά δεν απεκρίθηκε· ήθελε ν' ανασάνη.

Η Μαργή είχεν εξέλθη και απεδίωκε με ραβδισμούς όνον ο οποίος έτρωγε το κλήμα το σκιάζον τα πρόθυρα του σπητιού των. Ο δε Μανώλης, εμφανισθείς την στιγμήν εκείνην, εζήλευσε την ευτυχίαν του όνου να ξυλοκοπήται από τοιαύτα χέρια και ανεφώνησεν: — Αι, νάμουνε γάιδαρος! Η Μαργή εγέλασε. — Ντα δεν είσαι; του είπε. — Χαρώ το τό γέλιο σου! ανεφώνησεν ο Μανώλης.

Φθάνοντας η ημέρα του μισευμού μου έχυσα πολλά δάκρυα διά την Γανζάδα, και είπα του Ούρμα αγκαλιάζοντάς τον· αδελφέ μου εις εσένα αφίνω την επιμέλειαν του σπητιού μου και των πραγμάτων μου· επιμελήσου διά την τιμήν μου, και πρόσεχε όσον είνε το δυνατόν την αγαπημένην μου Γαντζάδα, και μη την αφήσης να της λείψη τίποτε· φύλαξε ακριβώς το αυτό αμανάτι που σου αφίνω, εις τον γυρισμόν μου να το εύρω καθώς σου το άφησα.

Αυτός είχεν έναν αδελφόν ονόματι Ραβά, εις τον οποίον άφησε την επιστασίαν της πραγματείας του και του σπητιού του, και το περισσότερον την γυναίκα του· και τον παρεκάλεσε να την βλέπη προσεχτικώς εις κάθε της χρείαν ωσάν να ήτον ο ίδιος. Ο Ραβά έταξε, πως θέλει έχει όλην την έννοιαν και φροντίδα του εις αυτήν, και εις τας υποθέσεις του· και εις αυτό ας σταθή ήσυχος, και να μη φροντίζη τίποτε.

Η θύρα του σπητιού του ήτον πάντα ανοικτή εις τους πτωχούς· καθημερινώς δεν έλειπε να μοιράζη πλουσιοπαρόχως ελεημοσύνας προς τους Δερβύσιδες, διά να παρακαλούν τον Θεόν να του χαρίση ένα κληρονόμον· έκτισε ξενοδοχεία, Μαρέτια και Μετζίτια, μα του εστάθηκαν ανώφελα.

Του Αρίστιππου του Κυρηναίου οπαδοί, αφίνουν της ηθικής το πρόβλημα να βασανίζη το σκύλο του σπητιού. Απ' την αγάπη μας κρατούν το χάδι για να πετάξουν το υπόλοιπο. Γρατσουνίζουν μόλις νοιώσουν πως τους αγαπήσαμε πολύ. Χωρίς τον ίλιγγο της ακροβασίας χωρίς το σκοτάδι και χωρίς την κραυγή του ανέμου, ο έρωτας γι' αυτούς αξίζει κάθε περιφρόνηση.

Όθεν ήτο ανάγκη να χαμηλώσουν την γέφυραν και ν' ανοίξουν τας πύλας του φρουρίου. Η Σεραϊνώ ήνοιξε την θύραν εις το πρώτον κρούσμα, εστάθη σταθερά, υπομειδιώσα και τους ευχήθη: — Στερεωμένοι! καλορρίζικοι! με γυιους, Κουμπή... — Πώς ξέρεις; — Ήρθ' ένα πουλάκι και μούπε. Εστράφη προς την Λελούδαν. — Να πάρω το κλειδί του σπητιού σου, να πάω να κοιμηθώ απόψε; Η Λελούδα κατένευσε δακρύουσα.

Ο Καλίφης, εμβαίνοντας εις αυτό, είδε πολλούς ανθρώπους του σπητιού σκλάβους και ελευθέρους, που επερνούσαν τον καιρό τους με χαρές και παιγνίδια καρτερώντας τες προσταγές του αυθέντου τους· και πλησιάζοντας εις ένα από αυτούς, του είπε· Αδελφέ, σε παρακαλώ, ύπαγε να ειπής του αυθέντου σου, ότι ένας ξένος επιθυμεί να ομιλήση με αυτόν.

Όσον αφορά την Σινιώραν την καπετάνισσαν, όλ' οι άνδρες την εθεωρούσαν ως πολύ καλόκαρδην, όταν την έβλεπαν ανοικτοπρόσωπην, κοκκινομαλλούν, χονδρήν ως ξυλίνην καρούταν, να κάθηται σχεδόν διαρκώς επί του κατωφλίου της εξώπορτας του σπητιού, χωρίς να κάμνη τίποτε.