United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως τόσον έφθασεν η νύκτα, και έφεραν τον Κουλούφ εις τον νυμφικόν θάλαμον, εις τον οποίον ευθύς που τον έμπασαν έσβυσαν το φως, και έμεινεν εις το σκοτάδι με την Κυράν, η οποία είχεν υπάγει εις το κρεββάτι εμπροστήτερα απ' αυτόν. Αυτός σαν έκλεισε την πόρτα με διπλά σίδερα εγδύθη και επήγε διά να εύρη το κρεββάτι ψηλαφώντας, και ευρίσκοντάς το εμπήκε σιμά εις την γυναίκα του.

Αλλ' όταν ανέβημεν εις ένα λόφον, είδαμεν ξέμακρα ωσάν κάποιας κατοικίας ή καλύβας, και διευθύναμεν την οδοιπορίαν μας προς εκείνας· και πλησιάζοντες εκεί, ιδού βλέπομεν και ήσαν πλήθος Αράπηδες μαύροι και γυμνοί, οι οποίοι ήλθον και μας περιεκύκλωσαν, και λαμβάνοντές μας εις την εξουσίαν τους μας έφερον εις τας κατοικίας των εμένα και πέντε συντρόφους μου· μας έμπασαν εις τας κατοικίας των, αι οποίαι ήσαν κάποιαι καλύβαι σκεπασμέναι με τα φύλλα των φοινίκων· τους άλλους συντρόφους μας τους επήραν άλλοι εις άλλας καλύβας, που δεν τους είδομεν πλέον τι τέλος έλαβον.

Είπε• κ' εκείνος χύθηκε, κ' επρόσταξε τους άλλους επιμελείς θεράπονταις να τον ακολουθήσουν, τα ιδρωμένα τ' άλογα απ' τον ζυγόν ελύσαν, και 'ς τ' αλογίσινα παχνιά τα δέσαν, και εις εκείνα 40 ζειά τους βάλαν, κ' έσμιξαν μ' αυτήν λευκό κριθάρι•τους τοίχους τους ολόφωτους έκλιναν και τ' αμάξι• και αυτούςτο θείον έμπασαν παλάτι• άμ' είδαν κείνοι του διοθρεμμένου βασιληά τα δώματα, εθαυμάζαν• ότι ωσάν λάμψι του ήλιου, ή της σελήνης, ήταν 45το δώμα το υψηλόσκεπο του ενδόξου Μενελάου. και αφού θωρώντας χάρηκαν το θέαμα τριγύρω, 'ς τα καλοσκάλιστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν. και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι, και τους εφόρεσαν κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις, 50 σιμά του Ατρείδη εβάλθηκαν εις θρόνους να καθήσουν. και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, 55 και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα• και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει.

Είπε, κ' ευθύς επρόσταξε τους δούλους και υπακούσαν, και αρμάτωσαν καλότροχο φορτωτικόν αμάξι, και εις τον ζυγόν υπόταξαν κ' έζεψαν τα μουλάρια. τα φωτεινά φορέματα μέσ' από τον κοιτώνα έφερνε η κόρη κ' έθεσετο τορνευμένο αμάξι• 75 κ' ένα κανίστρι εφόρτωσε τροφαίς όλο η μητέρα, κάθε λογής, ευφραντικαίς, και με κρασί γεμίζει τράγινο ασκί• κ' η κορασιάτην άμαξ' αναιβαίνει• και λάδ' υγρόολόχρυσο ροΐ της δίδει ακόμη, μαζή με ταις θεράπαιναις το σώμα της να χρίση. 80 και αυτή πήρε τη μάστιγα και τα λαμπρά λουρία, και τα μουλάρια ράβδισε, 'που εκίνησαν με κρότο, και άπαυτα ετρέχαν κ' έφερναν τα ενδύματα κ' εκείνην, μόνην όχι• η θεράπαιναις εβάδιζαν κατόπι. και εις τ' εύμορφον ως έφθασαν και πρόσχαρο ποτάμι, 85 ηύραν εκεί τα πλυσταρειά, και άφθονον αναβρύζει καλό νερό, 'που 'ναι αρκετό να βγάλη κάθε ρύπο. και τα μουλάρια ξέζεψαν αυταίς και τ' απολύσαν εις τ' αφρισμένου ποταμού την άκρη, αυτού να τρώγουν την αγριάδα την γλυκειά• τα ενδύματ' απ' τ' αμάξι 90 σήκωσαν, κ' έμπασαν νερό μαύρο, και όλαις αντάματους βόθρους μέσ' αντίζηλα με βια ποδοπατούσαν. και αφού τα έπλυναν και καλά τους ρύπους εκαθάραν, εις τ' ακρογιάλι τ' άπλωσαν αραδικώς, 'ς το μέρος 'που τα χαλίκιατην ξηράν ελεύκαινε το κύμα. 95 κ' εκείναις, αφού ελούσθησαν και αλείφθηκαν με λάδι, 'ς το πλάγι εκεί του ποταμού γευμάτισαν, και ωστόσο τα ενδύματ' έμεναντου ηλιού την λάμψι να στεγνώσουν. και αφού χαρήκαν την τροφήν η δούλαις με την κόρη, έβγαλαν τα μαγνάδια τους και με την σφαίρα επαίζαν. 100 και η λευκοχέρα Ναυσικά άρχιζε το τραγούδι. και ως η τοξεύτρα Αρτέμιδα τα όρη καταιβαίνει, ταις ράχαις του υψηλότατου Ταϋγέτου ή του Ερυμάνθου, κ' έχειτους κάπρους ηδονή καιτα γοργά τα 'λάφια• και η νύμφαις η αγροκάτοικαις, του Δία θυγατέρες, 105 παίζουν μαζή της, και η Λητώτα στήθη αναγαλλιάζει• και η κεφαλή, το μέτωπον αυτής εξέχ' εις όλαις, και αυτ' είναι καλογνώριστη, αν και όλαις είν' ωραίαις• όμοιαταις κόραις έλαμπεν η ανύμφευτη παρθένα.

Σε λίγο εμπήκε στην αυλίτζα μικρού, φτωχικού σπητιού. — Η γιαγιά η γιαγιάκα· ακούσθηκε η χαροπή φωνή μικρού αγοριού και στη στιγμή, δύο παιδάκια, εφτά χρονών το αγόρι και πέντε το κοριτζάκι έτρεξαν, αγκάλιασαν την γρηά και την έμπασαν στην κάμαρα μικρού σπιτιού και την έβαλαν κ' εκάθισε. Στη στιγμή ευγήκε η κόρη της. — Αχ! μανούλα! πώς τ' αποφάσισες; Η γρηά δεν απεκρίθηκε· ήθελε ν' ανασάνη.

Έβαλαν μέσα τους σ κ ο π ο ύ ς ανταριασμένους απ' τα μολύβια, έμπασαν μέσα τα τραπεζάκια και τα καθίσματα των αξιωματικών, μάζεψαν τις κάσες με τις σφαίρες, έβαλαν παράμερα σε μιαν αγκωνή τους γκράδες και τα σπαθιά, έρριψαν στερνή ματιά γύρω στον πλατύ κάμπο και στις ραχούλες που τις τύληγε αγάλι' αγάλια το πρωτοσκότιδο και της βραδιάς η αντάρα, και άναψαν τότες απόξω απ' τη σκηνή κοντά στην πόρτα της τη φωτιά με τα λιανόξυλα και τα προσανάμματα πόμασαν εκεί κοντά.