United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Να κρεμαστή», η αρχοντιά και πάλι κράζει, μα ο βασιλιάς πάντα σκυφτός σιωπά και ο πρώτος ξαναλέει: «Μη σε τρομάζη ό τι εδώ σου ζητούμε, βασιλιά! Ένας αγύρτης θέλησε να ρίξη ό τι οι πατέρες έστησαν τρανό· το θρόνο σου αποκότησε να γγίξη, να βάλη πιο ψηλά σου το λαό. Αν η τόλμη ατιμώρητη του μείνη, στοχάσου τι μπορεί αύριο να γενή· ό τι στεριώθη μ' αίμα δεν το αφίνει από δούλους κανείς να πατηθή.

Όλα αυτά είναι πολύ όμορφα. — Μ' άρεσαν ακόμη, είπα, οι σχέσες των αφεντικών με τους δούλους. Τ' αφεντικά φέρνονται με μεγάλη καλωσύνη, οι δούλοι, μ' απλοϊκή ελευθερία μα και με βαθύ σεβασμό και με τον πόθο ν' αρέσουνε στ' αφεντικά.

Από αυτό δε και ο Όμηρος τον Δία τον ονομάζει πατέρα, διότι κυρίως πατρική εξουσία είναι η βασιλεία. Εις την Περσίαν όμως η σχέσις του πατρός είναι τυραννικήδιότι μεταχειρίζονται ως δούλους τους υιούς των. Είναι δε τυραννική και η σχέσις του οικοδεσπότου προς τους δούλουςδιότι εις αυτήν επιδιώκεται το συμφέρον του οικοδεσπότου.

Εσκέφθη ότι ήτο υπό την προστασίαν του Τιγγελίνου και αυτού του Καίσαρος, δηλαδή των δύο δυνάμεων, προ των οποίων τα πάντα έτρεμον, ότι περιεστοιχίζετο από αθλητικούς δούλους και ότι ο Βινίκιος ευρίσκετο εκεί άοπλος, με πρόσωπον ισχνόν και με σώμα κυρτόν εκ της αγωνίας. Με την σκέψιν ταύτην ανέκτησε την αυθάδειάν του.

Τότε ο βασιλεύς, απορρίψας εν τη οργή του τους ανευλαβείς τούτους σχολαίους κεκλημένους, διέταξε τους δούλους του να υπάγουν εις τας οδούς και τας ρύμας της πόλεως, και να εισαγάγωσι τους πτωχούς και αναπήρους και χωλούς και τυφλούς· και όταν τούτο έγινε, και έμενεν ακόμη χώρος, τους έπεμψε να καλέσωσι τους αστέγους αλήτας. Η εφαρμογή εις όλους τους παρόντας ήτο προφανής.

Μα πηγαινάμενοι οι φύλακες δεν ηύραν κανέναν, επειδή και αρπάχθηκαν και αυτοί από τους δούλους του Αβικένα τον ίδιον καιρόν, που αρπάχθη και ο αυθέντης τους.

Τον καιρόν που ο Καλίφης έκανε τέτοιους λογισμούς κατ' επάνω του Αμπτούλ και του Βεζύρη του, έφθασεν εις το κονάκι του· και εκεί έμεινεν εκστατικός γιατί το βρήκε στολισμένον με διάφορα πευκιά της Περσίας και άλλα πλούσια στρωσίδια, με έναν αριθμόν από σκλάβους και δούλους, από άλογα, μουλάρια και καμήλια, γεμάτη η αυλή· και έξω από αυτά είδεν εκεί το χρυσούν δένδρον με το παγώνι, το σκλαβόπουλο με το ποτήρι και την σκλαβοπούλαν με το τζιβούρι.

Την ημέραν ταύτην της χαράς έδωσα αμοιβάς εις όλους τους δούλους μου και όσοι υπηρέτησαν παρ' εμοί επί είκοσιν έτη θα μεταβώσιν αύριον εις τον πραίτωρα διά να απελευθερωθώσι.

ΒΑΓΚΟΣ Δος το σπαθί μου γρήγορα! — Εκεί ποιος είναι! ΜΑΚΒΕΘ Φίλος! ΒΑΓΚΟΣ Ακόμη δεν επλάγιασες; Ο βασιλεύς κοιμάται. Ήτοτο άκρον εύθυμος και ευχαριστημένος. εφιλοδώρησ' άφθονα τους δούλους σου, και τούτο το δακτυλίδι μ' έδωκε διά την σύζυγόν σου, κι' απεκοιμήθηκ' ήσυχος. ΜΑΚΒΕΘ Μας ηύρε ανετοίμους την δε καλήν μας θέλησιν εδέσμευαν ελλείψεις, δεν μας ήτο δυνατόν να γείνουν όσα πρέπει.

Διότι τι ανάγκη ήτο να φυλάξω τον άνδρα μου, ενώ είχα ό,τι μου εχρειάζετο; Πλούτη άφθονα δεν υπήρχον εις το σπίτι μου και δεν ήμουν κυρία μέσα εις τα ανάκτορα; Εγώ θα εγεννούσα τα νόμιμα παιδιά, αυτή δε δούλους και νόθους. Ποτέ δεν πρέπει, ποτέ, —αυτό θα το επαναλαμβάνωάνθρωποι φρόνιμοι, οι οποίοι έχουν γυναίκα, ν' αφήνουν γυναίκας, να πηγαίνουν εις το σπίτι του.