United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έτσι τόνομά του μας φέρνει στην περιξάκουστη εκείνη πόλη, χτισμένη κι αυτή από χέρια Ελληνικά, που καταμεσής στην έρημο της Αραβίας έλαμπε σαν αστέρι. Εκεί βασίλεψε η περίφημη η Ζηνοβία σαν απέθανε ο Ωδέναθος, και πρέπει να της χαρίσουμε μερικές αράδες, και για χάρη της, πιο πολύ όμως για χάρη του μεγάλου μας του Λογγίνου, που μέσα στης Παλμύρας τα φοινικόδεντρα βρήκε τον ηρωικό θάνατό του.

Και δεν ξαναγύρισε γιατί ο Χάρος τον βρήκε στο δρόμο του και τον πήρε μαζή του. Σαν είδε το φεγγάρι, αντρείεψε ο καϋμός της. — Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου. Το φεγγαράκι χάιδεψε τα ξανθά της μαλλιά με καλοσύνη.

Κι απάνω απάνω, απλάδα τριγυρισμένη κι αυτή με λογής λογής δέντρα». Κατόπι παρομοιάζει τα φώλιασμά του με της Καλυψώς τα νησί, και τον εαυτό του με τον Αλκμέωνα, σανέ βρήκε την ησυχία του. Έτσι του άρεσκε πάντα του Βασιλείου να γλυκοπαίζη με ταρχαία τα παραμύθια. Ήρθε τέλος εκεί κι ο Γρηγόριος από την Αθήνα. Μήτ' εδώ όμως δεν έκαμε πολύν καιρό ο Γρηγόριος.

Στο χτήμα αυτό βόσκοντας κάποιος γιδάρης, που τον έλεγαν Λάμωνα, βρήκε παιδί, που τόθρεφε μια γίδα. Ήτανε δάσος και κάτω χαμόδεντρα και κισσός απλωμένος και χορτάρι μαλακό, που απάνω του κείτονταν το παιδί. Στο μέρος αυτό τρέχοντας η γίδα ταχτικά γινόταν πολλές φορές άφαντη· κι αφίνοντας το κατσικάκι της έμενε κοντά στο μωρό.

Όταν έφτασε ο Έφις βρήκε τον φράχτη που περιέβαλε τις καλύβες γεμάτο από κάρα που έφεραν τέντες από λινάτσα ή σεντόνια και τους πωλητές γλυκισμάτων και κρασιού να στέκονται πλάι στους μικρούς πάγκους τους στη σκιά της εκκλησίας. Οι ζητιάνοι σε παράταξη στις άκριες του δρόμου.

Για να κάμωμε καρδιές ατρόμητες και ναψηφούμε τους κινδύνους, βρήκε άλλη άσκηση. Να πολεμούμε με τις σφήκες. Και μεις πρόθυμοι ζητούσαμε σφηκιές, τις «ξεμυγίζαμε», κιοπλισμένοι με φουντωτούς κλάδους πολεμούσαμε με τις σφήκες που ξορμούσαν ερεθισμένες. Πολλούς από μας τους κέντρωναν, αλλά κανείς δεν υποχωρούσε, αν δεν ενικούσαμε πλήρη νίκη, δηλαδή το εξόντωμα της σφηκιάς.

Η ντόνα Έστερ τον βρήκε έτσι, ήρεμο, ακίνητο, κάτω από το χράμι, άκαμπτο. Τον κούνησε, τον φώναξε και μόλις κατάλαβε ότι ήταν νεκρός και ότι τον άφησαν να πεθάνει μόνος, άρχισε να κλαίει γοερά, με ένα βραχνό βογγητό που την τρόμαξε. Προσπάθησε να ηρεμήσει, αλλά δεν μπορούσε∙ λες και μια ψυχή θρηνούσε μέσα της ενάντια στη θέλησή της.

Η αλήθεια είνε πως ο Λαλεμήτρος σκάλιζε και το περιβολάκι, πότιζε και τα δενδράκια, όπως έλεγε, έλεγε και τις ιστορίες του. Ήταν άξιος να κάνη κάθε δουλειά που βάζει ο νους του ανθρώπου, μα στις κουβέντες άλλος δεν τούβγαινε. Σαν άρχιζε μάλιστα τα ταξίδια και τις φουρτούνες του περνούσε και το Σεβάχ θαλασσινό. Η Ουρανίτσα βρήκε εκείνα πούθελε. — Αναποδογυρίζουν τα καράβια, Καπετάν Λαλεμήτρο;

Η μητέρα μου έβλεπε ότι πέτυχε να με τραβήξη από το Βαγγελιό κιότι στο πάθος του κυνηγιού η μητρική της εξουσία βρήκε καλό σύμμαχο. Αλλά για καλό και για κακό, ίσως και για να δοκιμάση το βαθμό της επιτυχίας της, σκέφθηκε και να μ' απομακρύνη ολότελα για κάμποσον καιρόν από το χωριό. Έτσι θα περνούσε κιο περισσότερος καιρός των διακοπών και να γυρίσω έπειτα στην πόλη.

Κι' ένα φεγγάρι εδώ αν αργείς το τέρι σου να σμίξεις, στενάζεις μες στ' ανάφρυδο καράβι σα σε σπρώχνει αλάργα η βαρυχειμωνιά και τ' αγριεμένο κύμα· μα εμείς, μας βρήκε ο έννατος που κυκλοφέρνει χρόνος 295 ασάλεφτους εδώ. Για αφτό δεν είναι κατηγόρια που τα παιδιά ανυπομονούν να φύγουν. Μα και πάλι ντροπής καιρό να λείπουμε και να γυρίσουμε άδιοι.