United States or North Macedonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και οι μεν Αμμώνιοι ταύτα λέγουσιν ότι ηκολούθησαν εις τον στρατόν εκείνον. Ότε δε έφθασεν ο Καμβύσης εις την Μέμφιν, εφάνη εις τους Αιγυπτίους ο Άπις, τον οποίον οι Έλληνες καλούσιν Έπαφον. Εις την περίστασιν λοιπόν ταύτην όλοι εφόρεσαν τα κάλλιστα αυτών ενδύματα και επανηγύριζον. Ο βασιλεύς τους είδε και νομίσας ότι έχαιρον διά τας δυστυχίας του, προσεκάλεσε τους άρχοντας της πόλεως.

Ως τόσον έφθασεν η νύκτα, και έφεραν τον Κουλούφ εις τον νυμφικόν θάλαμον, εις τον οποίον ευθύς που τον έμπασαν έσβυσαν το φως, και έμεινεν εις το σκοτάδι με την Κυράν, η οποία είχεν υπάγει εις το κρεββάτι εμπροστήτερα απ' αυτόν. Αυτός σαν έκλεισε την πόρτα με διπλά σίδερα εγδύθη και επήγε διά να εύρη το κρεββάτι ψηλαφώντας, και ευρίσκοντάς το εμπήκε σιμά εις την γυναίκα του.

Βεβαίως δεν υπάρχει σήμερον εν Ναζαρέτ κανέν δεκαετές παιδίον, όσον μελαγχολικόν και αναίσθητον και αν υποτεθή, το οποίον να μη ανήλθε πολλάκις εις την κορυφήν εκείνου του λόφου· και βεβαίως κατά τους παλαιοτέρους χρόνους δεν είνε δυνατόν να ευρέθη έν παιδίον, το οποίον να μη ηκολούθησε το κοινότατον ένστικτον της ανθρωπίνης φύσεως και να μη ανερριχήθη εις εκείνας τας θυμοφύτους κλιτύας και να μη έφθασεν εις την κορυφήν, από την οποίαν παρουσιάζεται ένα θέαμα τόσον μαγευτικόν της μεγάλης πόλεως της πολυανθρώπου.

Ολίγον μετά την αναχώρησίν αυτού ο Διομέδων έφθασεν εξ Αθηνών με δέκα πλοία και συνεφώνησε με τους Τηίους να δεχθούν τα στρατεύματά του· εκείθεν δε έφθασε παραπλέων εις Εράς, προσέβαλε την πόλιν, αλλά μη δυνηθείς να την κυριεύση ανεχώρησεν.

Ταύτα είπεν ο Χαρίλαος· ο δε Μαιάνδριος εδέχθη την αίτησίν του, ουχί ως φρονώ διότι έφθασεν εις τόσην ανοησίαν ώστε να νομίζη ότι διά των δυνάμεών του ήθελε νικήσει τον βασιλέα, αλλά μάλλον εκ φθόνου προς τον Συλοσώντα, ότι έμελλε χωρίς κόπον να επαναλάβη την πόλιν ακέραιον.

Ο βασιλεύς Βεδρεδίν δεν εμεταπεκρίθη εις εκείνην την ομιλίαν η οποία τον έκαμε να στοχασθή ότι ο βεζύρης του και ο μυστικός του δεν είχαν κατά αλήθειαν άδικον εις το να αμφιβάλλουν, πως ήτον αδύνατον εις τον κόσμον να είναι τινάς χωρίς θλίψιν. Ύστερον από μερικές ημέρες το καραβάνι έφθασεν εις το Μπαγδάτι.

Ο δε Αστύοχος, μολονότι κατά την πρώτην απειλήν δεν είχε διάθεσιν να τους βοηθήση, ηναγκάσθη να το πράξη, άμα είδεν ότι οι σύμμαχοι ήσαν πρόθυμοι να σπεύσουν εις βοήθειαν. Εν τούτω δε τω μεταξύ έφθασεν εκ της Καύνου η αγγελία ότι τα εικοσιεπτά πλοία και οι σύμβουλοι των Λακεδαιμονίων έφθασαν.

Αλλ' ούτος, δεν ήτο ο μόνος πάσχων όστις είχε δικαιώματα επί το έλεος του Σωτήρος· κ' επειδή δεν εξέφερε παράνομον, είνε προφανές ότι η λύπη δεν τον κατέστησεν ιδιοτελή και άδικον. Αλλά την στιγμήν ταύτην έφθασεν εις των οικείων του λέγων: «Η θυγάτηρ σου απέθανε· μη σκύλλε τον Διδάσκαλον». Ήτοι μη ενόχλει αδίκως Αυτόν. Τούτο δε φαίνεται ότι το είπε μετ' ειρωνείας.

Διά μιας εστράφη εις τα οπίσω, και με τρία άλματα κατέβη εις το ρίζωμα του κρημνού, υπερεπήδησε την χαράδραν, διέβη δύο ή τρεις χθαμαλούς βράχους και τέλος έφθασεν εις τον βόθρον. Το σώμα της μικράς κόρης ήτο κατά το ήμισυ βεβυθισμένον εις το ύδωρ, και τα ενδύματά της επέπλεον. Ο Βράγγης έκυψε, την ανέσυρε και περιέβαλλεν αυτήν εις τας αγκάλας του.

Μίαν νύκτα, υπό τα παράθυρα της ωραίας Φλωρούς, μεγάλη έρις και σύγκρουσις επήλθε μεταξύ δύο ομίλων. Η παρέα του Νίκου του πουργοτζή αργοπορούσεν υπό τον εξώστην της οικίας, τραγουδούσα το «Άστρο της αυγής» και την «Πάπια του γιαλού»· τότε έφθασεν η παρέα του Γιάννη του Καβούλη, ψάλλουσα τον «Διπλόν καϋμόν». Τότε αι δυο ομάδες ήλθον εις ρήξιν.