United States or Guatemala ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν εδέχθησαν λοιπόν τον Βρασίδαν, αλλ' αμφότερα τα μέρη έκριναν καλόν να περιμείνουν το μέλλον εν ησυχία, διότι ήλπιζαν ότι θα συνεκροτείτο μάχη μεταξύ των Αθηναίων και των προστρεξάντων εις βοήθειαν και ότι τότε ηδύναντο ασφαλέστερα να παραδοθούν μετά την μάχην εις εκείνον, πού θα ήτο ευνοϊκώτερος προς αυτούς. Αλλ' ο Βρασίδας, μη δυνηθείς να τους πείση, επέστρεψε πάλιν προς το άλλο στράτευμα.

Επί των δύο φύλλων της θύρας του, υπό δύο σταυρούς, υπήρχε διπλή στήλη επιτυμβίου επιγραφής, αλλ' ως εκ των μικρών διαστάσεων ο ζωγράφος, μη δυνηθείς να χαράξη τας λέξεις, απεμιμήθη απλώς την παράστασιν των ψηφίων.

Μη δυνηθείς όμως να μεταβή ο ίδιος, απέστειλεν άλλους και άλλους• επειδή δε οι αποστελλόμενοι ήσαν απλοϊκοί υπηρέται, ευκόλως εξηπατώντο και επανερχόμενοι διηγούντο όσα είδον και όσα δεν είδον και προσθέτοντες εις όσα ήκουσαν, διά να ευχαριστήσουν περισσότερον τον κύριόν των. Ούτω δε εξήπτον την φαντασίαν του αθλίου γέροντος και του διεσάλευον τας φρένας.

Ωμίλησε δε επί πολύ, αλλ' εγώ ολίγα ήκουσα μη δυνηθείς να πλησιάσω ένεκα του πλήθους των παρισταμένων. Έπειτα φοβηθείς να μη συντριβώ εις τόσον συνωστισμόν, όπως είδα πολλούς άλλους να το πάθουν, απεμακρύνθην, αφήσας τον μελλοθάνατον σοφιστήν ν' απαγγέλλη τον επιτάφιόν του.

Και ο μεν Γύλιππος, αναχωρήσας εκ του Τάραντος, ήλθε πρώτον εις την Θουρίαν, διά να διαπραγματευθή μετά των κατοίκων αυτής, στηριζόμενος εις τα πολιτικά δικαιώματα, τα οποία είχεν άλλοτε ο πατήρ του εις την χώραν ταύτην· μη δυνηθείς όμως να πείση τους κατοίκους ανεχώρησε και παρέπλεε την Ιταλίαν.

Ο ξένος απήντησεν εις την τελευταίαν παρατήρησιν του Γύφτου. — Φτειάσε μου, όσα θέλεις, και βάλε τα δυνατά σου. — Όσα θέλω; — Βέβαια. — Μη τα έχης χαμένα; είπεν ο Γύφτος μη δυνηθείς να κρατηθή. — Διατί; είπεν ο ξένος, χωρίς να φανή δυσαρεστηθείς. — Οι μουστερήδες που κάμνουν παραγγελιαίς, ξεύρω 'γώ, εμυρμύρισεν ο Γύφτος, λέγουν σωστά πράγματα, πόσα τους χρειάζονται.

Ο Καραϊσκάκης μη δυνηθείς να παρατηρήση καλώς την θέσιν του Πειραιώς, υποπτεύσας μάλιστα ότι επροδόθη το σχέδιον , δεν έκρινε πλέον ωφέλιμον, και ίσως ούτε δυνατόν, το να συγκεντρωθή εις τον Πειραιά στρατόπεδον.

Ο δε Σαϊτονικολής ελκύσας διά της σκαπάνης του τον κλάδον εξεκρέμασε το φέσι και έτρεξε να το δώση εις τον γέροντα, όστις μη δυνηθείς να σταματήση εγκαίρως τον όνον του είχε προχωρήσει με την κεφαλήν ασκεπή. Μετ' ολίγον αγέλη κτηνών επεχωθούσα τους εχώρισεν. Ο Σαϊτονικολής έμεινεν ολίγα βήματα οπίσω μετά της Πηγής, προς την οποίαν είπε: — Καλορίζικα κιόλας, Πηγιό.

Οι αρχαίοι Έλληνες κατηγορούν την Πανδώραν ότι ήνοιξε το κιβώτιον, εκ του οποίου ανεπήδησαν τα κακά· οι Μανιχαίοι υπέθετον ότι ο Θεός, μη δυνηθείς να φέρη μόνος του εις πέρας τον κόσμον εζήτησε την βοήθειαν του Δαίμονος, εις τον οποίον έδωκεν ως αμοιβήν δικαίωμα επικαρπίας επί του κτίσματός του, ημείς δε πιστεύομεν ότι ο Διάβολος ηπάτησε την πρώτην μας μητέρα και εντεύθεν τα δεινά μας.

Εζημιώθη μ' όλα ταύτα ο εχθρός εις την φυγήν ταύτην, εκτός των αποσκευών και σκηνών, υπέρ τους τριάκοντα φονευθέντας και αιχμαλωτισθέντας. Οι εχθροί την νύκτα εκείνην μετέβησαν εις Δαύλειαν· εκείθεν δε παραλαβόντες και τους εκεί στρατοπεδεύοντας μετέβησαν εις Λεβαδείαν, όθεν ακολούθως ο Ομέρ πασάς μετέβη εις Εύριπον, μη δυνηθείς να φέρη εις έκβασιν το επιχείρημά του.