United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Της εφάνη σαν να ήτο νυμφευμένη με τον Ρούντυ και μάλιστα από πολλών ετών ότι αυτός ήτο εις το κυνήγιον, και αυτή εις το σπίτι, εις την κατοικίαν της, και ότι εκεί εκάθητο ο Άγγλος, ο χρυσόξανθος γενειοφόρος κοντά της! Τα μάτια του ήσαν τόσον θερμά και εύγλωττα, τα λόγια του γοητευτικά! Της έτεινε το χέρι και αυτή τον ηκολούθησε! Εβάδισαν μακρυά από το σπίτι, διαρκώς μακρύτερα!

Στρεφόμενος δε προς ημάς, Κύριοι, είπε, θα τα φέρωμεν ίσα ίσα. Έως ου να καταβώμεν εις την Σκάλαν και να δειπνήσετε, το ατμόπλοιον θα είναι και φθασμένον. Αν αγαπάτε, πηγαίνωμεν. — Εμπρός, ανέκραξεν ο εξάδελφός μου, και ηκολούθησε τον Παντελήν, ο οποίος προπορευόμενος έσυρε το ζώον του.

Κατόπιν ηκολούθησε και η Κρατήρα. Οι κτύποι και αι φωναί επανελήφθησαν. — Νά! Νά! Νά! Και μετά μικρόν επανήλθεν ο Μπάρμπα Σταύρος ωχρός από της οργής, κρατών εις χείρας τεθραυσμένον το τσιμπούκιον και ψελλίζων: — Κρίμα ς' το γουρουνόπουλο! Κατόπιν του ανέβη ο Κομποδήμος έχων εις χείρας του την κεφαλήν του χοιριδίου με ροδισμένον εδώ κ' εκεί το τρυφερόν δέρμα και λέγων: — Μπρε τα παληόγατα!

Ο Έπαρχος ήρπασε τον πίλον του και σπεύσας ηκολούθησε τον ιατρόν εις το δωμάτιόν του διά να τον συμβουλευθή περί του αριθμού των ομματοϋαλίων του. Η Κυρά Λοξή και ο τυφλός έμειναν μόνοι. — Ήλθε η αράδα μας, Γιάννη. Τώρα θα μας ιδή ο ιατρός. Ακούς; Ο τυφλός δεν απεκρίθη. Πρώτην ήδη φοράν τω απηύθυνεν η γραία τον λόγον, αφότου εισήλθον εις του οφθαλμιατρού.

Κατηγέ, ηκολούθησε γυρίζοντας προς την μικρότερην· εσύ θυγατέρα μου με το να είσαι μικρή ακόμη, πρέπει να υποτάσσεσαι εις την αδελφήν σου Φατμέ, επειδή και αυτή δεν θέλει σε διατάξει κακά ήθη, και κακές πράξες και εσύ Φατμέ θέλεις την κυττάζει ωσάν μεγαλύτερη που είσαι. Και ύστερον από αυτές τες παραγγελίες και άλλες παρόμοιες, τες αγκάλιασε και τες δύο και αποφιλώντας τες εξεψύχησε.

Και η Σμάλτω ήδη εύρισκεν εις την ταλάντευσιν εκείνην του στάχυος πόνον τινά αυτού, θλίψιν υποκρυπτομένην, διότι αφέθη μόνος κ' έρημος εκεί και δεν ηκολούθησε την τύχην των συντρόφων του, μετά των οποίων συνεβλάστησε και ηυξήθη.

Ήτο τόσον κατακουρασμένος ώστε αν και του εφαίνετο δυσάρεστος εκείνη η συνάντησις, κατά βάθος όμως την επεθύμει και ηκολούθησε τον βλάχον εις την καλύβαν προθύμως. — Μπήλιω!. . . ε, Μπήλιω! εφώναξεν ο Νάσος περιχαρής, μόλις επλησίασαν. — Έι- ου!. . . — Ο παπούς, έβγα, να διής τον παπού!. . .

Εβημάτιζε, αριστερά, εμπρός, οπίσω, ασκόπως όλως. Μετά πολλάς περιστροφάς, επελθούσης σχετικής ηρεμίας, ηκολούθησε το πλήθος, διευθυνόμενον προς τον ναόν και εισήλθεν εις το περίβολόν του.

Μετ' ολίγας στιγμάς και άλλο πρόσωπον εξήλθεν εκ του καπηλείου και ηκολούθησε κατόπιν του Μάχτου. Ήτο ο Σκούντας. Ούτος, τουναντίον προς τον νεαρόν Αθίγγανον, εφαίνετο ότι έπραττε βεβουλευμένως. Εβάδισαν επί τινα ώραν. Η συνοδεία προεπορεύετο. Ο Μάχτος είπετο δεκαπέντε βήματα όπισθεν, ο δε Σκούντας εβάδιζεν άλλα πεντήκοντα βήματα κατόπιν αυτού.

Και λαβούσα τον τυφλόν εκ της χειρός ηκολούθησε τον ιατρόν εις την τραπεζαρίαν. — Ελέησόν με ο Θεός... ήρχισεν ο τυφλός. — Σιωπή Γιάννη! Να μη σακούση ο ιατρός! Ο Γιάννης εσιώπησεν. — Ο συνάδελφος μου, έλεγε καθ' εαυτόν ο ιατρός, θα νομίση ότι περιποιούμαι την καλήν αυτήν γραίαν, διά να του προμηθεύσω ψήφους! θέλει να γείνη βουλευτής! Ας γείνη να ιδή την γλύκαν.