United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ζητών διά των χειρών την θύραν την άγουσαν εις τους κοιτώνας διέκρινε το τρεμοσβύνον φως μιας λυχνίας, και πλησιάσας, είδε το ιερόν των εφεστείων, όπου αντί των θεών υπήρχε σταυρός· υπό τον σταυρόν εκείνον έκαιε κηρίον. Μία σκέψις διήλθεν αστραπιαίως διά του πνεύματος του νέου κατηχουμένου: ο σταυρός τω έστελλε το φως εκείνο, το οποίον θα τον εβοήθει εις την ανεύρεσιν της Λιγείας.

Είναι οξύτατα αισθαντικός για την αξία του κάθε φορά ωραίου περιβάλλοντος και ποτέ δεν κουράζεται να μας περιγράφη τις κάμαρες, που μέσα τους έζησε, ή θα του άρεζε να ζήση. Είχε εκείνον τον παράξενον έρωτα του πρασίνου, που στα άτομα είναι πάντα σημάδι μιας λεπτής καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας και στα έθνη λένε πως δείχνει μια χαλαρότητα, αν όχι παρακμήν ηθών.

Σου φέρει σύκα. Πόσον γενναίαν πράξιν δύναται να πράξη ελάχιστον εργαλείον! Μου φέρει την ελευθερίαν. Ελήφθη η απόφασίς μου, και ουδέν γυναικείον υπάρχει επ' εμού. Τώρα είμαι άκαμπτος ως μάρμαρον από κεφαλής μέχρι ποδών. Δεν είναι πλέον πλανήτης μου η άστατος σελήνη. ΦΥΛΑΞ. Αυτός είναι. Μήπως έχης εκεί τον εύμορφον εκείνον σκώληκα του Νείλου, ο οποίος φονεύει χωρίς να προξενή πόνον;

Είτα δεμερικά πράγματα πόσον είνε αλλόκοτα! — εξοικειώθη τόσον προς τον άγριον εκείνον ρυθμόν, ώστε αντί να έχη εις τον νουν της το «Πιστεύω», εμουρμούριζε το γνωστόν των Καλικαντζάρων άσμα, το οποίον τοσάκις εις την καλήν της εποχήν είχε διηγηθή εις το νήπιον παιδί της. Σκάλικος είμαι, Σκάλικος είσαι. Μη φοβάστε, βρε παιδιά! Τα τσαρούχια δέσε-λύσε, μας επήρε μυρουδιά η Γρηά, η Γρηά!

Εύχομαι δε εις τον Θεόν, ο οποίος πολύ παλαιά πραγματικώς, τώρα δε προ ολίγου εις τας ομιλίας μας έχει την ύπαρξιν, δι' όσα μεν από τα λεχθέντα πρεπόντως έχουσι λεχθή, αυτός να μας χαρίση υγείαν, αν δε είπωμεν δι' αυτά χωρίς να το θέλωμεν και τίποτε ανάρμοστον, να μας επιβάλη την πρέπουσαν τιμωρίαν. Σωστή δε τιμωρία είναι, εκείνον ο οποίος σφάλλει, να τον κάμη να ενεργή σωστά.

τον θάλαμον τον ύστερον εμπήκε με ταις κόραις, οπ' ήσαν όλ' οι θησαυροί κρυμμένοι του κυρίου, πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα, και χρυσάφι· 10 τόξον οπισθοτέντωτον εκ' ήταν και φαρέτρα, οπ' είχε μέσα πάμπολλα στεναγμοφόρα βέλη· αυτάτην Λακεδαίμονα του 'δωκε δώρα ο ξένος ο Ευρυτίδης Ίφιτος, όμοιος των αθανάτων. εις την Μεσσήνην έτυχετο σπίτι του Ορτιλόχου 15 του φιλομάχου να ευρεθούν^ 'κεί πήγεν ο Οδυσσέας να λάβη χρέος 'πουαυτόν χρωστούσε ο τόπος όλος· ότι τριακόσια πρόβατα με τους βοσκούς των πήραν Μεσσήνιοιτα πολύσκαρμα καράβι' απ' την Ιθάκη· όθεν μακροταξείδευσε, παίδιος ακόμη, εκείνος, 20 αποσταλμένος του πατρός και των λοιπών γερόντων. ναύρη πάλ' ήλθ' ο Ίφιτος φοράδαις, 'που 'χε χάσει, δώδεκα, και 'που βύζαιναν φερέπονα μουλάρια, οπού κατόπι του 'γειναν φόνος και μαύρη μοίρα, ότετον λεοντόψυχον ήλθεν υιόν του Δία, 25 τον Ηρακλέα, των φρικτών κατορθωμάτων γνώστην, 'που ξένον τουτην σκέπη του τον φόνευσ' ούδ' εντράπη, ο ανόσιος, την τρέπεζα 'που του 'χε παραθέσει, ούτε την δίκη των θεών· αλλ' έσφαξεν εκείνον κ' είχε και ταις φοράδαις του· και, αυταίς ενώ ζητούσε, 30 τον Οδυσσέ' απάντησε και του 'δωκε το τόξο, 'που εφόρει ο μέγας Εύρυτος, και αυτός πριν αποθάνη εις τα υψηλά του μέγαρα του υιού του το 'χε αφήσει. και λόγχη του 'δωκε βαρειά και ξίφος ο Οδυσσέας, αρχήν ξενίας τρυφερής· αλλά δεν γνωρισθήκαν 35 καιτο τραπέζι, επειδή πριν φόνευσ' ο υιός του Δία τον Ευρυτίδην Ίφιτον, όμοιον των αθανάτων, οπού το τόξο του 'δωκε· και ο θείος Οδυσσέας, 'ς τον πόλεμον ότ' έβγαινε μέσατα μαύρα πλοία, τ' άφινε σπίτι, ενθύμημα του αγαπημένου ξένου, 40 και μόνοντην πατρίδα του το τόξο εκείνο εφόρει.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ Αιώνια τον θάνατον θα κλαίης του Τυβάλτη; ή με τα δάκρυα θαρρείς τον τάφον του θ' ανοίξεις; κι αν τον ανοίξης, την ζωήν θα του την ξαναδώσης; Παύσε τα κλαύματα λοιπόν. Η μετρημένη λύπη πολλήν αγάπην μαρτυρεί· κ' υπερβολή της λύπης δεν φανερόνει πολύν νουν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ω! άφησε να κλαίω εκείνον οπού έχασα.

Επί τέλους, προς το βασίλευμα του ηλίου ησύχασεν ο θόρυβος. Αλλά το παπί δεν ετολμούσε να σαλεύση. Επερίμενε πολλήν ώραν πριν τολμήση να ιδή τι γίνεται τριγύρω του. Έπειτα εσηκώθη και επέταξε γρήγορα να φύγη από τον βάλτον εκείνον. Αλλά εις τον δρόμον το επρόφθασε μία φοβερά ανεμοζάλη. Επετούσε με δυσκολίαν από χωράφι εις λειβάδι και εγύρευε καταφύγιον. Όταν ενύκτωνεν, έφθασεν εις μίαν καλύβην.

Αλλά, εξηκολούθησεν εκείνη, εάν τις μεταβαλών τας λέξεις και εις την θέσιν του ωραίου μεταχειριζόμενος το αγαθόν: έλα, Σωκράτη, σου έλεγεν, απάντησέ μου: ο ερών τα αγαθά τι ερά; — Να τα κάνη ιδικά του, είπα εγώ. — Και τι θα συμβή εις εκείνον ο οποίος έκαμε τα αγαθά ιδικά του; — Εις αυτό, είπα, είνε ευκολώτερον να σου αποκριθώ, ότι θα γείνη ευδαίμων.

Ήξευρε ότι εγώ είμαι Καπή Αγάς του βασιλέως της Περσίας· είναι ένας τόπος άδειος από τους δώδεκα τζοχανταρέους του οντά του βασιλέως, και θέλω σε βάλει εις εκείνον τον τόπον· εσύ είσαι εύμορφος νέος, καλοκαμωμένος· δεν ημπορώ να κάμω καλύτερον διάλεγμα, και ελπίζω να κάμης τιμήν και εις εμένα. Εγώ ευχαρίστησα τον Καπή Αγά διά την μεγάλην του καλωσύνην, που έδειχνεν εις εμένα.