United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν είτανε μάρμαρο το παλάτι, ούτε σίδερο, ούτε ξύλο. Οι κάμαρες, οι σκάλες, τα ντουβάρια, τα πατώματα και τα ταβάνια είτανε ψυχή, μια ψυχή που τα ζωντάνεβε όλα. Είχα φτειάξει το βασιλικό μου το παλάτι με την ψυχή της. Άξαφνα γκρέμησε το παλάτι και τώρα είναι απέραντη η μοναξιά γύρω γύρω. Τι να παραπονεθώ; Δεν παραπονιούμαι. Τι φοβούμαι; Κανένα μεγαλήτερο κακό; Δεν μπορεί πια τίποτις να πάθω.

Ίσως τις διαβάσης. ΠΡΩΤΟΣ ΠΛΙΚΟΣ «................................................................ Πού είμαι, πού βρίσκουμαι, δεν μπόρεσα ακόμη να το καταλάβω. Τι παράξενο σπίτι που τοίχους δεν έχει! Δεν είναι ξύλο, δεν είναι πέτρα, δεν είναι σίδερο τα ντουβάρια· είναι καμωμένα από καταχνιά και μοιάζουν πιο γερά παρά ξύλο, πέτρα και σίδερο. Πολεμώ να κάμω τρύπα και δεν το κατορθώνω.

Μέρες και νύχτες περπατώ, ματώσανε τα πόδια μου από το δρόμο και ράγισε η καρδιά μου απ' τους αναστεναγμούς. Και τώρα που βρήκα την αγάπη μου, η αγάπη μου δε με θέλει. Και τώρα πού να πάγω να την εύρω; Το κυπαρίσσι του ξανείπε πάλι; — Βάλε σίδερο στα πόδια σου και πάρε το μονοπάτι που ανεβαίνει στο βουνό. Τράβα ολοένα κατά εκεί που βγαίνει ο ήλιος.

Της άγκιξε τη χνουδωτήν τραχηλιά, και της είπε χαδεφτά «μη λάχη κ' έχεις στελέτα στον κόρφο, κυρά μου;», και τούπε ο Γέρο-Ντούντουνας «φάτε μάτια, ψάρια, Κυρ- Λοχία μ'». Ανέβηκε πεταχτή, σαν πέρδικα, τη σαπισμένη σκάλα του Ένα και του Τέσερα , κ' ήρθε κ' εκόλλησε το ροδοκόκινο προσωπάκι της όξω, στο σιδερόπλεχτο φεγγίτη του Ένα , που καρτερούσε με λαχτάρα ο άμοιρος ο Βεργής απομέσα.

Παιδιά, τα πήρε η τύφλα Και χύνονται μεςτη φωτιά... Του Διάκου τα λιθάρια Με τα λεπίδια πελεκούν να τα ξεθεμελιώσουν. Αρπάζουνε για ν' αναιβούν την πέτρα με τα νύχια Κι' ότι φανούν τα δάχτυλα, το σίδερο θερίζει.

Τα μάντεψε η γριά. Ο Μιχάλης, μεθυσμένος τώρα όχι από κρασί παρ' από τον ερεθισμό τέτοιας ματοκύλιστης μέρας, είνε αλήθεια πως δεν πολυπονούσε αυτή την ώρα η καρδιά του. Σαν πυργώση ένα κακό, φεύγει ο ψυχόπονος κ' έρχεται η αφοβιά της απελπισιάς. Τέσσερα φονικά μέσα σε μια μέρα, και τα δυο από το τουφέκι του, και τόνα αδερφικό, κι ως τόσο σίδερο η καρδιά του. Ταυτί του δεν έδρωνε.

Ο Στελόγιωργας όμως που εγνώριζε κοιτίδα της οικογενείας του αυτό το ξερονήσι αν και είχε γεννηθή στη Νάξο, επήδησεν άξαφνα σαν να του εσούβλισαν τον πισινό. Αυτόν ηθέλησε να πειράξη ο Σαντορινιός με τα λόγια του. Αλλ' αυτός είχε συνήθεια να μη χαρίζεται σε κανένα. Ζεστό ήξευρε να το χτυπά τo σίδερο.

Το σίδερο έσκιζε με κόπο το λεπτόγαιο χωράφι, που αντιστέκετο όσο μπορούσε, λες και δεν ήθελε ν' ανοίξη τα σπλάγχνα του στο κρύο, το σκληρό, το άπονο σίδερο.

Παιδιά, είπεν ούτος έξαφνα, στραφείς προς τας διαφόρους ομάδας των ανελκυστών και των βουτηχτών, τα πλιάτσκα μας, βλέπετε, είνε τέτοιας λογής, που το ένα είδος το σίδερο, είνε φτειασμένο για να σπάζη το άλλο είδος, τα πιάτα. Το λοιπόν, δεν μπορούν να κάμουν εύκολα χωριό, τα δύο μαζί. Είνε ανάγκη να τα ξεχωρίσουμε.

Κτύπα, κτύπα, κτύπα! — Ποίος είναι; — Θα ήναι, μα την πίστιν μου, κανείς ράπτης Άγγλος, κ' έρχεται εδώ διότι έκλεψε πανί από βράκαν Γαλλικήν . Έλα, ράπτη, να πυρώσης εδώ το σίδερό σου. Κτύπα, κτύπα! — Ησυχίαν δεν με αφίνουν! — Ποίος είσαι του λόγου σου;... Όμως κάμνει κρύον! Δεν είναι η κόλασις εδώ· εκεί κάμνει ζέστην.