United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και είδον τον Άνθρωπον να τρέχη όπισθεν, πεζός και ασθμαίνων, την δε μηχανήν να φεύγη αστραπιαίως, εξαποστέλλουσα μακρόθεν προς τον βραδύποδα εφευρέτην συριγμούς χλευασμού και ατμώδη καπνόν! Και εγέλασα ήδη διά τον Άνθρωπον εκείνον. Είχεν ενισχύση διά της σοφίας του την μηχανήν, και την μωρίαν του εκράτησε προς ενίσχυσιν των ποδών του.

Με την πρόφασιν του λουτρού έμενον αγρυπνούντες εις τα παράλια. Διότι υπάρχει η ιδέα ότι κατά την νύκτα εκείνην ανοίγουν αστραπιαίως οι ουρανοί και ό,τι ζητήση κανείς κατά την στιγμήν εκείνην το λαμβάνει άνωθεν. Δεν αναφέρονται όμως παραδείγματα ανθρώπων οι οποίοι επλούτισαν ή απέκτησαν ό,τι δήποτε κατ' αυτόν τον τρόπον.

Άνθρωπε! λέγω· κατείχες τον άρτον εις χείρας σου, και όμως τον αφήκες ν' απομακρυνθή τόσον ταχέως από σου. Τώρα τι θα φάγης; Δεν ήκουσε τους λόγους μου, διότι ετέραν ετοιμασίαν επέσπευδεν. Παρεσκεύασεν άλλην μηχανήν, ομοίαν της πρώτης, και εισελθών εντός αυτής, ανεχώρησεν αστραπιαίως εις αναζήτησιν του ιδίου του άρτου!

Ζητών διά των χειρών την θύραν την άγουσαν εις τους κοιτώνας διέκρινε το τρεμοσβύνον φως μιας λυχνίας, και πλησιάσας, είδε το ιερόν των εφεστείων, όπου αντί των θεών υπήρχε σταυρός· υπό τον σταυρόν εκείνον έκαιε κηρίον. Μία σκέψις διήλθεν αστραπιαίως διά του πνεύματος του νέου κατηχουμένου: ο σταυρός τω έστελλε το φως εκείνο, το οποίον θα τον εβοήθει εις την ανεύρεσιν της Λιγείας.

Πλην αίφνης, ενώ ήθελε να εξαγάγη τον δεξιόν πόδα και προχωρήση προς τα εμπρός, το κοντάριόν του το εμπηχθέν προηγουμένως εβυθίσθη ολόκληρον μη ευρόν στερεόν έδαφος· μέγα τεμάχιον χιόνος τότε απεκόπη αστραπιαίως και ο Μπάρμπα-Σταύρος εγένετο άφαντος με τα βαρέα ναυτικά του υποδήματα, με την παλαιάν του γούναν και το μισοτριμμένον αυτού φέσιον.

Καθώς ο άνθρωπος ο πνιγόμενος αναπολεί αστραπιαίως όλον το παρελθόν του, ο Βινίκιος ανεπόλησε την Λίγειαν. Την έβλεπεν, ήκουεν έκαστον των λόγων της. Την έβλεπε παρά το χείλος της κρήνης και εις την οικίαν των Αούλων και εις το συμπόσιον.

Και πάλιν αστραπιαίως έκλειε την θύραν προς μεγάλην απορίαν του γέροντος δημαρχικού κλητήρος, όστις από μακράν κάτω ακούων τον βαρύν πιστολισμόν έσπευδε μέχρι του καπηλείου υπόπτως, πλην βλέπων την θύραν κεκλεισμένην υπέστρεφε, κάμνων τον σταυρόν του και θαυμάζων το γεγονός. — Να μποδίσουμε, εμονολόγει με την έρρινον φωνήν του, τους πιστολισμούς και τους πυροβολισμούς.

Σιγή νεκρική διεδέχθη τότε την φωνήν του. Εφοβήθη και ο ίδιος. Σαν να είδε μίαν σκιάν, του εφάνη. Σαν μαύρη σκιά, σαν άσπρη σκιά, οπού αστραπιαίως διήλθε τον κοιτώνα του. — Εσύ είσαι Κουκκίτσα; Είπε χωρίς να θέλη. Αλλά το εκκρεμές μόνον απήντησεν εις την ερώτησίν του, εξακολουθούν την μονότονον κίνησίν του. Τα μάτια πάλι του παπά-Κονόμου εγέμισαν από δάκρυα.

Και με τον λόγον ο Ταχίρ έφερεν από τα δεξιά διά χαμηλής, ισογείου σχεδόν κλίσεως εις τ' αριστερά το γιαταγάνι και αναταθείς κατέφερεν αυτό αστραπιαίως επί της κεφαλής του Ζάχου. Αλλ' όσον επιτηδείως, όσον υπούλως και ταχέως ενήργησεν ο αλβανός, το παλληκάρι εμάντευσεν ευθύς εξ αρχής τον σκοπόν του κ' αι δύο λεπίδες συνηντήθησαν υψηλά άγριαι, φοβεραί, λυσσασμέναι.