United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ελθών δε με σπουδήν μετά Χαλκιδέων πρέσβεων εις την Λακεδαίμονα, διά να απολογηθή εν περιπτώσει κατά την οποίαν ο Ισχαγόρας ήθελε τον κατηγορήσει επί απειθεία και συγχρόνως θέλων να μάθη αν ήτο δυνατόν να μεταβληθή η συνθήκη, και ευρών την συνθήκην ταύτην επισφραγισμένην, αυτός μεν ανεχώρησεν αμέσως σταλείς υπό των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι τον διέταξαν ρητώς να παραδώση την πόλιν, ή τουλάχιστον να εξαγάγη όλους τους Πελοποννησίους όσοι ήσαν εντός.

Αλλ' εσκέφθη και να επωφεληθή την ενδοτικότητα του πατρός του και εζήτησε μίαν χάριν, ο δε Σαϊτονικολής εδέχθη ελπίζων ότι και τούτο θα συνετέλει διά να επαναφέρη τον αποστάτην εις την τάξιν. Η Μαργή, φαίνεται, εννοήσασα επί τέλους ότι ο Σμυρνιός δεν ήτο όσον τον υπέθετε διορατικός εις τον έρωτα, απεφάσισε να εξαγάγη από τα βάθη της καρδίας της το μυστικόν της.

Προς αυτούς λοιπόν ητοιμάζετο ν' απέλθη ο Θήρας παραλαβών λαόν εξ όλων των φυλών ουχί διά να τους εκπατρίση αλλά διά να συγκατοικήση και να σχετισθή μετ' αυτών. Επειδή δε και οι Μινύαι τους οποίους οι Λακεδαιμόνιοι ήθελον να φονεύσωσιν, αποδράντες εκ της φυλακής εκάθηντο εις τον Ταΰγετον, ο Θήρας παρεκάλεσε να τους συγχωρήσωσι διά να μη γίνη φόνος και ανεδέχετο να τους εξαγάγη της χώρας.

Πλησίον της εστίας εκάθητο η Λίγεια, κρατούσα εις τας χείρας βούρλον μικρών ιχθύων προωρισμένων διά το δείπνον. Αφωσιωμένη εις το να εξαγάγη τους ιχθύς εκ του βούρλου και με την βεβαιότητα ότι θα ήτο ο Ούρσος δεν εκινήθη ποσώς. Ο Βινίκιος επλησίασε και καλέσας αυτήν έτεινε τους βραχίονας.

Πλην αίφνης, ενώ ήθελε να εξαγάγη τον δεξιόν πόδα και προχωρήση προς τα εμπρός, το κοντάριόν του το εμπηχθέν προηγουμένως εβυθίσθη ολόκληρον μη ευρόν στερεόν έδαφος· μέγα τεμάχιον χιόνος τότε απεκόπη αστραπιαίως και ο Μπάρμπα-Σταύρος εγένετο άφαντος με τα βαρέα ναυτικά του υποδήματα, με την παλαιάν του γούναν και το μισοτριμμένον αυτού φέσιον.

Θα το εξοφλήσης, ή το εξοφλώ αμέσως ; Και έκαμε κίνημα να εξαγάγη το χρηματοφυλάκιόν του. — Μπορεί να το πάρη κανείς για εννέα λίραις . . . γαλλικές, είπε διστάζων ο κυρ-Μαργαρίτης. — Γαλλικαίς;.. το παίρνω εγώ διά εννηά αγγλικαίς . . .

Την φοράν ταύτην η Βεάτη ησθάνετο εν εαυτή διπλούν θάρρος ή την προλαβούσαν εσπέραν, είχε δε απόφασιν να εξαγάγη κέρδος τι, όπως ηδύνατο, εκ της δευτέρας ταύτης κατοπτεύσεως. Αφού ανέβη και τας τεσσάρας κλίμακας, έστη επί στιγμήν όπως αναπνεύση, επλησίασεν εις την θύραν του κλειστού θαλάμου και ηκροάσθη. Ουδέ πνοή ηκούετο.

Είνε τις εξ υμών, ηρώτησεν, όστις, εάν έν μόνον πρόβατον εμπέση εις λάκκον ύδατος, δεν θα το δράξη διά να τα εξαγάγη εκείθεν; Πόσον καλλίτερος είνε ο άνθρωπος από έν πρόβατον; Το επιχείρημα ήτο ακαταμάχητον, αλλ' όμως η σιωπή των εξηκολούθει ακόμη. Εκείνος τους εθεώρησε μετ' οργής και αγανακτήσεως.