United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εγείρων πελωρίας πέτρας τας μετέφερε και τας ετοποθέτει ενώπιον της Ζερβουδοπούλας, ως φόρον της δυνάμεως προς το κάλλος. Τότε κατεδέχετο η Μαργή να μειδιά εμπαικτικώς. Αλλ' ο Μανώλης εκλαμβάνων τα μειδιάματα εκείνα ως ακτίνας ανατέλλοντος έρωτος, ενεθαρρύνετο εις παραβολωτέρους άθλους αυτού του είδους.

Η Μαργή εξετέλεσε την απειλήν της. Αλλά το λευκόν της χεράκι δεν είχε δύναμιν και από την οργήν και την ταραχήν έτρεμε· ούτω δε η πέτρα, μόλις ήγγισε τον ώμον του Μανώλη, όστις εδέχθη το κτύπημα ως θωπείαν με επιφώνημα ευφροσύνης «ω-ω-ω!».

Αι αφελείς γειτόνισσαι, αίτινες δεν είχαν ποτέ απομακρυνθή από το χωριό, ήκουσαν με απορίαν την Ζερβούδαιναν να φωνάζη την θυγατέρα της «Μαργή». Η δε χήρα εξήγησεν ότι στη χώρα δε λένε Μαρούλι, αλλά Μαργή· και ότι η κόρη της δεν ήθελε πλέον να της λένε αυτό το χωριάτικο όνομα.

Έπειτα την μελαγχολίαν της διεδέχοντο εξάψεις νευρικαί, θυμοί αδικαιολόγητοι, δάκρυα, αναμνήσεις του μακαρίτου του συζύγου της, παιδαριώδη καμώματα, συχναί επισκέψεις εις τον μικρόν καθρέπτην προ του οποίου εκαλλωπίζετο η Μαργή, ενίοτε δε γέλωτες αδικαιολόγητοι. Επέρασαν περί τους τρεις μήνες και έφθασαν αι εορταί των Απόκρεων.

Εγώ να πάρω τον Πατούχα, να με πούνε Πατούχαινα, εγώ, εγώ! ... Σκίσου γης και βάλε με! Μα με τα σωστά σου μου το λες; — Με τα σωστά μου, απήντησε με ήρεμον πείσμα η χήρα. Δε θα βρης καλλίτερο. Η Μαργή ητένισε την μητέρα της, κατακόκκινη εξ οργής. Κάποιος βαρύς λόγος ανήλθεν εις τα χείλη της και τον κατέπιεν. Έπειτα είπε με την αυτήν έξαψιν: — Αν είν' αυτός για μένα, να μη δω μοίρα!

Η Ζερβούδαινα δεν αντέλεξε πλέον, μολονότι ενδομύχως επέμενεν εις την ιδέαν της. Και ενώ η Μαργή επανελάμβανε την απειλήν της ότι θα συνέτριβε την κεφαλήν του Μανώλη, αν εξηκολούθει να την ενοχλή, η χήρα έλεγε κεπανέλεγε καθ' εαυτήν: — Μα πώς πάει αυτό το πράμμα; Εχαλάσαν τα με τσοι Θωμαδιανούς; Τωόντι ο Μανώλης δεν ήτο ευχαριστημένος με τα πράγματα όπως τα είχε κανονίση ο πατέρας του.

Τον είλκε προς αυτήν η ανομοιότης, όπως τον είλκε προς την Πηγήν η ομοιότης. Δι' αυτόν η Μαργή είχεν, εκτός του θελγήτρου της γυναικός, την γοητείαν κομψοτεχνήματος. Εις τα χέρια του θα ήτο παιγνιδάκι.

Η πρότασίς του έγινε δεκτή και ο ποταμός ηκολούθησε τας ανωμάλους και ανωφερικάς οδούς του χωριού. Βαθμηδόν δε επροστίθεντο και άλλοι και η γραμμή του ποταμού έγινεν εκτενεστάτη. Είχεν αρχίση να σκοτινιάζη όταν έφθασαν εις το άκρον του χωριού, όπου το σπίτι της Ζερβούδαινας. Ο δε Πατούχας υπερεπήδα ανά δύο τους συμπαίζοντας με κραυγάς ενθουσιασμού, διά να τον ίδη η Μαργή.

O γέλως δε των χωρικών εξέσπασε παταγώδης, όταν η Μαργή έκαμψε την γωνίαν της εκκλησίας και απεμακρύνθη μετά της μητρός της, ο δε Αστρονόμος, μιμούμενος τας κινήσεις και την φωνήν της, επανέλαβεν: «Αντίο σας! ... .Έλα μητέρα ... .» Και είπεν έπειτα με την αυτήν επίσυρτην φωνήν: — Τι δέντρο κάνει το στάρι;

Αλλά και ο Μανώλης απήντησεν ότι γυναίκα του θα εγίνετο μόνον η Ζερβουδοπούλα. Και οσάκις κατέβαινεν εις το χωριό δεν παρέλειπε να περνά από της Ζερβούδαινας. Η Μαργή όμως εξηκολούθει να τον αποφεύγη με αμείωτον αποστροφήν. Ούτε η δόξα του, ούτε ο αρραβών του Σμυρνιού μετέβαλαν την κατάστασιν.