United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτός ο άπιστος επιτηρητής, διά εκατόν χιλιάδες φλωριά, έταξε να κάμη να χαθή όλον σου το στράτευμα και εσένα ομού, και ο δόλος του εστάθη εις το να φαρμακώση όλα τα φαγητά και πιοτά, που εις ολίγον διάστημα είχετε να χαθήτε όλοι. Αυτή εστάθη η αιτία, που έκαμα και εχάλασαν όλα τα φαγοπότια, διά, να μη λάβη τέλος η βουλή του.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τον αγαπώ εκείνον· αυτό το λέγω κ' εις εσέ. ΠΑΡΗΣ Πλην θα μου 'πής ελπίζω, ότι κ' εμένα μ' αγαπάς. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Καλλίτερα θ' αξίζη αν απ' οπίσω σου το ‘πώ, ή να το ‘πώ εμπρός σου. ΠΑΡΗΣ Ψυχή μου, σου εχάλασαν τα δάκρυα την όψιν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Δεν εκατώρθωσαν πολύ μ' αυτό τα δάκρυά μου, διότι ήτον άσχημη και πριν μου την χαλάσουν. ΠΑΡΗΣ Την αδικούν πλειότερον από τα δάκρυά σου, τα λόγια σου.

Το μεσημέρι είχα φτάσει στα τείχη απ' έξω από την Πόλη· ο πρώτος πύργος είναι μαρμαρένιος, και πλένει τα πόδια του γλυκά η θάλασσα. Καλοί είναι οι Τούρκοι που άφησαν και δεν εχάλασαν τα τείχη και τους πύργους. Και δούλεψε μόνη, όσο θέλησε, η πολυκαιρία. Πίσω, προς την Πόλη, είναι ο μεγάλος τοίχος με τους μεγάλους τετράγωνους πύργους, αραιά χτισμένους.

Και συ πώς είσαι, Μήτρε, αχνός;...Από την τραχηλιά σου Ρένε τα αίματα στη γη... Πού σ' έχουνε βαρέση; — Μάγλειψε, Διάκε, ξώδερμα το βόλι ένα παγίδι Κι' ο δρόμος τη λαβωματιά μου ξάναψε λιγάκι... Θανάση, μας εχάλασαν...

Έγνοια σου, θυγατέρα μου, έγνοια σου, Μαργή μου, της είπε πραϋντικώς η χήρα, κεγώ θα μιλήσω του κυρού του. Άκου τον κουζούλακα πράμματα που τα κάνει! Αφού δ' εσκέφθη ολίγον είπε πάλιν ως να εμονολόγει: — Μα εχαλάσαν τα με τσοι Θωμαδιανούς; ... Παράξενο πράμμα! Να σου πω, μωρή παιδί μου, καλός νέος είνε, κιάν είνε αλήθεια και τα 'χάλασε με τη Θωμαδοπούλα ...

Αι άλλαι όμως αι μαλθακώτεραι μούσαι εχάλασαν αυτήν την παντοτινήν κατάστασιν, και τμηματικώς άλλοτε μεν λέγουν ότι έν είναι το παν και αγαπητόν εις την Αφροδίτην, άλλοτε δε ότι είναι πολλά και πολεμούν μεταξύ των ένεκα φιλονικίας. Θεαίτητος. Ποίον; Ξένος. Ότι πάρα πολύ μας επεριφρόνησαν ημάς τον απλόν λαόν. Διότι διόλου δεν τους μέλει, αν παρακολουθούμεν τους λόγους των, ή μένωμεν οπίσω.

Πλην τώρα είμαι γέρος, κι' αυτά εδώ τα βάσανα μ' αφάνισαν... Ποιος είσαι; Τα 'μάτια μου εχάλασαν. — Τώρα σου λέγωτώρα... ΚΕΝΤ Αν ημπορή να καυχηθή η Τύχη διά δύο 'π' αγάπησε κ' εμίσησεν εις άκρον, να ο ένας! ΛΗΡ Είναι τα 'μάτια μου θολά. Ο Κεντ εσύ δεν είσαι; ΚΕΝΤ Ο Κεντ, αυθέντα μου, ο Κεντ, ο δούλος ο πιστός σου. Κι' ο δούλος σου ο Κάιος πού είναι; ΛΗΡ Ω! Εκείνος, ήτο καλός!

Και τοις ψυχαίς των γυναικών άμ' είχε διασκορπίσει 385την μιατην άλλη την μεριάν η θεία Περσεφόνη, η ψυχή του Αγαμέμνονα του Ατρείδ' ήλθεν εμπρός μου θλιμμένη, και τριγύρω της συνάχθηκαν η άλλαις, όσαις μαζή του απέθαναντην κατοικιά του Αιγίσθου. κ' ευθύς μ' εγνώρισεν αυτός, το μαύρ' άμ' έπιεν αίμα• 390 σφικτά θρηνούσε, αστάλακτα τα δάκρυα του κυλούσαν, κ' ετέντονε τα χέρια του ζητώντας να με φθάση• αλλά δεν είχε δύναμιν, ανδρειά δεν είχε πλέον, όπως την είχε ζωντανόςτα λυγερά του μέλη. άμα τον είδα εδάκρυσα κ' ερράισ' η καρδιά μου, 395 κ' ευθύς τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα• «ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη, ποια μοίρα του ολοτέντωτου σ' εδάμασε θανάτου; μη σέ μες τα καράβια σου δάμασε ο Ποσειδώνας, σηκόνοντας αζήλευτην πνοήν κακών άνεμων, 400 ή εχθροίτην γη σ' εχάλασαν, ενώ βώδια και αρνία καλόμαλλα τους έπαιρνες ή εμάχοσουν την πόλι να πάρης και τα θηλυκά να σύρηςτην δουλεία