United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες του λέει ο Πάτροκλος, ο ξακουστός λεβέντης «Σαν πώς να κάνουμε, αρχηγέ; πώς και τα διο να γίνουν; Πρέπει να πάω 'να λόγονε να πω στον Αχιλέα π' ο γέρος μού παράγγειλε, ο βασιλιάς της Πύλος· 840 μα κι' έτσι δε σ' άφίνω εγώ να σε παιδέβει ο πόνοςΕίπε, και στην καλύβα του τον πάει, σηκώνοντάς τον κάτου απ' τα στήθια. Κι' είδε τον ο παραγιός και χάμου του στρώνει βοϊδοδέρματα.

Μον έλα πες μου Βρύπυλε, θεόσπαρτε αρχηγέ μου, τι λες, στον Έχτορα άραγες θ' αντισταθούνε ακόμα, 820 ή θα χαθούν πια οι Δαναοί σφαγμένοι απ' το σπαθί του

Και ο άνθρωπος εκείνος φέρει μαζή του μίαν πενταετή ή εξαετή κόρην, ήτις πρέπει να είνε μικρά... Ο αρχηγός κατέστη σύννους. — Πού είνε ο κατάσκοπός σου, είπε προς τον ιππότην, όστις ανεκάλυψε ταύτα; Επεθύμουν να τον εξετάσω εγώ ο ίδιος. — Το είχα προβλέψει, αρχηγέ, απήντησεν ο ιππότης, και διά τούτο τον έφερα μαζή μου. Διαταγήν μόνον της γενναιότητός σας περιμένει διά να παρουσιασθή.

Και τοις ψυχαίς των γυναικών άμ' είχε διασκορπίσει 385την μιατην άλλη την μεριάν η θεία Περσεφόνη, η ψυχή του Αγαμέμνονα του Ατρείδ' ήλθεν εμπρός μου θλιμμένη, και τριγύρω της συνάχθηκαν η άλλαις, όσαις μαζή του απέθαναντην κατοικιά του Αιγίσθου. κ' ευθύς μ' εγνώρισεν αυτός, το μαύρ' άμ' έπιεν αίμα• 390 σφικτά θρηνούσε, αστάλακτα τα δάκρυα του κυλούσαν, κ' ετέντονε τα χέρια του ζητώντας να με φθάση• αλλά δεν είχε δύναμιν, ανδρειά δεν είχε πλέον, όπως την είχε ζωντανόςτα λυγερά του μέλη. άμα τον είδα εδάκρυσα κ' ερράισ' η καρδιά μου, 395 κ' ευθύς τον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα• «ω Αγαμέμνον' αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη, ποια μοίρα του ολοτέντωτου σ' εδάμασε θανάτου; μη σέ μες τα καράβια σου δάμασε ο Ποσειδώνας, σηκόνοντας αζήλευτην πνοήν κακών άνεμων, 400 ή εχθροίτην γη σ' εχάλασαν, ενώ βώδια και αρνία καλόμαλλα τους έπαιρνες ή εμάχοσουν την πόλι να πάρης και τα θηλυκά να σύρηςτην δουλεία

Τρεις έσκουξε έτσι όση φωνή τα στήθια του χωρούσαν, και τρεις, σα φώναζε, φορές τον άκουσε ο Μενέλας που σύντομα είπε εκεί κοντά στο γιο του Τελαμώνα «Αία, θεόσπαρτε αρχηγέ, του Τελαμώνα θρέμμα, 465 φωνή θαρρώ πως άκουσαν τ' αφτιά μου απ' το Δυσσέα, φωνή σα ναν την χώρισαν μες στην καρδιά της μάχης κι' εκεί ίσως τον καταπονούν μοναχιασμένο οι Τρώες.

Μα ομπρός! ροβόλα ατρόμητος, σαν που παινιέσαι ως τώραΤότες του λέει κι' ο Δομενιάς, των Κρητικώνε ο πρώτος 265 «Πιστό, αρχηγέ μου, σύντροφο, θα μέ βρεις πάντα εμένα κατά πώς σ' τόταξα αρχικώς και σούδωκα το χέρι.

Ο θείος Νέρων σ' ευχαριστεί, ω αρχηγέ, διότι εφιλοξένησες την κόρην ταύτην, αλλά μη θέλων να σου επιβάλη το βάρος τούτο επί περισσότερον χρόνον και φρονών προσέτι ότι εν τη ιδιότητι του ομήρου η Λίγεια πρέπει να τεθή υπό την προστασίαν αυτού του Καίσαρος και της Συγκλήτου, σε διατάσσει να την παραδώσης εις τας χείρας μου.

Ηγέρθη και ο άλλος, η δε στάσις του εμαρτύρει ότι ήτο έτοιμος να διανύση και πάλιν όσον δρόμον διέτρεξεν ήδη ερχόμενος προς ημάς. — Μας έφερες τύχην, είπεν ο αρχηγός αποτεινόμενος προς εμέ. Ακόμη δεν ήλθες και θα ιδής να πέση τουφέκι. — Ιδική μου η τύχη, αρχηγέ, απεκρίθην. — Αυτό θα φανή, αν είναι. Εμπρός λοιπόν! Υπασπιστά, να μείνης οπισθοφυλακή.

Κι' όρκο ας σ' αμώσει στέκοντας στων Αχαιών τη μέση 175 τη νια πως δεν την άγγιξε, στο στρώμα της δε μπήκε, π' άντρες γυναίκες, αρχηγέ, συνήθια τόχουν όλοι. 177 Τραπέζι τότε αρχοντικό να φιλιωθείτε ας δώκει, 179 τραπέζι πλούσιο, που σωστό ότι είναι να μη λείψει. 180 Και τ' άδικο πια ξέγραψ' το, τα περασμένα ξέχνα! 178 Τ' Ατρέα γιε, έπειτα κι' εσύ στοχαστικός πια μ' όλους 181 κοίτα να γίνεις, τι αρχηγό δεν είναι κατηγόρια, πριν σαν προσβάλει ο βασιλιάς, ναν του φιλιώνει πάλι

Ο αρχηγός, στραφείς προς τον ιππότην, είπεν·Ετοίμασε τους ανθρώπους σου. Ιππεύσατε και υπάγετε με τον καλόν τούτον άνθρωπον, όπου σας οδηγήση. — Ορισμός σας, αρχηγέ, απήντησεν ευπειθώς ο ιππότης. Και στραφείς απήλθεν, ακολουθούμενος υπό του βοσκού. Τρεις ημέραι παρήλθον. Κατειχόμην υπό μεγίστης ανυπομονησίας, όπως μάθω το αποτέλεσμα της εκστρατείας ταύτης.