United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες πώς κλέφτες λύκοι παν οχ το βυζί της μάννας 352 αρνιά ν' αρπάξουν και τραγιά, κι' οι μάννες μες στο λόγγο σκορπούν απ' του βοσκού ατζαμιά, και σαν το δουν οι λύκοι γλήγορα γύρω αρπούν κι' αφτές παράλυτες του φόβου· 355 έτσι όρμησαν οι Δαναοί να φαν οχτρούς, κι' οι Τρώες φύγει όπου φύγει, κι' άτιμος τους συνεπήρε τρόμος.

Και κατά τας στιγμάς εκείνας του συνέβαινε να μένη ως απολιθωμένος εις αφαίρεσιν, με το βλέμμα προσηλωμένον εις το κενόν, χωρίς να βλέπη και χωρίς ν' ακούη. Και εις την ψυχήν του έσταζε μελαγχολία, παραπλησία προς την νοσταλγίαν, με την διαφοράν ότι η νοσταλγία του νεαρού βοσκού δεν είχεν ωρισμένην διεύθυνσιν. Επόθει το άγνωστον· δεν είχε μάλιστα συνείδησιν ότι επόθι τι.

Μπορεί να μας μάθη πώς ν' αποφεύγωμε την ιδική μας πείρα και ν' αποκτήσωμε την πείρα εκείνων που είναι πιο μεγάλοι από μας. Ο πόνος του Λεοπάρδη που φωνάζει ενάντια στη ζωή γίνεται δικός μας πόνος. Ο Θεόκριτος φυσάει τον αυλό του και γελά μ' εμάς με τα χείλη της νύμφης και του βοσκού.

Πολλάκις όμως ο κυρ-Δημάκης μετέβαινεν «εις τ' ακρογιαλά» και την νύκτα. Και τότε φοβερώτερον ήτο το θέαμα εις τους οφθαλμούς του αγραυλούντος βοσκού.

Ήρθαν κλέφταις! επανέλαβεν η φωνή του βοσκού. Ήρθαν κορσάροι! Τους είδα με τα μάτια μου! — Κλέφταις; Κορσάροι; επανείπε και ο μπάρμπα-Δήμος. — Σύρε να 'πής στους προεστούς, 'πες και του κυρ-Αναγνώστη του κολλήγα μου, χαιρετίσματα πολλά από μένα, ήρθαν κορσάροι! Τους είδα απάν' στο Σταυρό! Έτσι να έχω καλό τέλος! Είδα παραπάν' από δέκα- δώδεκα. Θα είνε κι' άλλοι κρυμμένοι.

Τας έβλεπε φυλακωμένας, εις την φοβεράν πτυχήν του κρημνού, παρά τρίχα εις αυτό το χείλος της αβύσσου, και τας εκάλει εις μάτην, διά των καταληπτών εις εκείνας συνθηματικών μονοσυλλάβων·Αι, αι! όι! Ψαρή! ω, χω, Στέρφα! Εις μάτην. Η Ψαρή και η Στέρφα είχαν καθήσει αδρανείς, ανάλγητοι, αναίσθητοι, και ουδ' απήντων διά βελασμού εις τας προσκλήσεις του βοσκού.

Μέσα στα ποτάμια έβλεπες καράβια ν' αρμενίζουν με άξιους κ' ευτυχισμένους ναύτες και στις λαγκαδιές βαθειά, ασπρόμαλλα κοπάδια να δροσολογιώνται τόσο, που επρόσμενες ώρα την ώρα ν' ακούσης τα κυπριά να κουδουνίσουν και τη φλογέρα του βοσκού τους να γλυκολαλή.

Αλλ' εκλελυμένη, όπως ήτο, κατά την βιαίαν της χειρός κίνησιν, κατέπεσεν εις σωρόν εις τας αγκάλας του Μήτρου. Δύο και τρεις ημέραι παρήλθον ήδη αφ' ης η Σμάλτω έπεσεν εις τας αγκάλας του βοσκού.

Κατά το φαγητόν ο γέρω Βαγγέλης διηγήθη εις τον Δημήτρην, προς τον οποίον συνεδέετο διά παλαιάς φιλίας, το αίτιον της θλίψεώς του. Ο γέρω Βαγγέλης, πτωχός ποιμήν, είχε μίαν κόρην την Μπίλιω, την οποίαν είχεν αρραβωνίσει μετά του Νάσου, γείτονος βοσκού.

Είχαν φέρει από τα Καλύβια και τον μπαρμπα-Γιώργην τον Ξοπούλην, αγροίκον, όστις από τριάκοντα ετών δεν είχε καταβή εικοσάκις εις την πόλιν, και τούτο μόνον εν καιρώ εκλογών. Του είχαν τάξει ζεύγος τσαρουχίων και μίαν τραγόκαπαν, και ούτως επείσθη να έλθη. Κατήλθε περί μεσημβρίαν με όλον το αιπόλιόν του, μη εμπιστευόμενος να το αφήση προς ώραν εις την φροντίδα άλλου βοσκού.