United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχε βαρεθή την σαρακοστήν, επόθει το Πάσχα, και ήρχισε να το προεορτάζη. Αφού εγέλασεν αρκετά, η Μαλαμμώ έσβυσε τ' απόκηρα, επροσπάθησε να σκουπίση τα χυμένα λάδια, και είτα εμελέτα ν' αρχίση το ασβέτωμα. Ελησμόνει ήδη τα χαμένα σανίδια. Αλλ' ο Πολύζος είπε: — Και πούν' τα σανίδια, Μαλαμμώ; — Πούν' τα, μαθές, επανέλαβεν η γυνή.

«Εκύκλωσαν αι του βίου μου ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε . . . » Και επόθει ολοψύχως τον μοναχικόν βίον, ολίγον αργά, και επεκαλείτο μεγάλη τη φωνή τον «Γλυκασμόν των Αγγέλων, των θλιβομένων την χαράν», όπως έλθη εις αυτόν βοηθός και σώτειρα: «Αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων . . . ».

Κ' η μικρά κόρη τα ησθάνετο, και τα επόθει και τα εχαρακτήριζε με αγγελικόν αίσθημα, ως τραγούδια του Θεού. Έκτοτε απουσίασα από τας Αθήνας. Όταν τέλος με είχον βαρυνθή κ' εκεί, ετόλμησα μετά τρία έτη να επανέλθω εις την πρωτεύουσαν με την αμυδράν ελπίδα ότι δεν θα εγενόμην και πάλιν βαρετός εις τους φίλους μου.

Και όταν ήρχισε να τον ευχαριστή και να του υπόσχεται ότι η Πομπωνία θα τον αγαπά διά την καλωσύνην του, και ότι αύτη η ίδια θα του ήτο ευγνώμων μέχρι τελευταίας πνοής, δεν εκράτησε πλέον την συγκίνησίν του. Η καρδία του ετήκετο εξ ευτυχίας. Η καλλονή της Λιγείας του εμέθυσκε τας αισθήσεις, και ησθάνθη ότι την επόθει μέχρι τρέλλας.

Αν δεν μ' έχει ιδεί, και δεν μου κάνει καρτέρι, καλλίτερα έχω να φύγω, να σας σηκώσω το βάρος από τώρα. Έλεγε τούτο ειλικρινώς. Εστενοχωρείτο, επόθει τον αέρα του βουνού. Εκεί ησθάνετο ότι θα εύρισκεν άνεσιν, ήλπιζε δε και ασφάλειαν. — Ό,τι κι' αν είναι, δεν πρέπει να φύγης απόψε, είπε προθυμοτέρα γινομένη η Μαρούσα, καθ' όσον εθερμαίνετο εκ της αναμνήσεως.

Αλλ' όμως ήτο αληθές. Αι αισθήσεις του δεν ηδύναντο να απατήσωσιν αυτόν, ουδ' αυτός ηδύνατο ναπατήση τους άλλους. Ότε συνήλθεν εκ της εκπλήξεως, το δεσπόζον αυτού αίσθημα ήτο η επιθυμία. Επόθει να επανίδη την άγνωστον εκείνην θεότητα, την διφυή εκείνην νύμφην, ήτις είχεν ευεργετήσει αυτόν τοσούτον επικαίρως.

Κατ' οίκον υποφέρει μαρτύρια, διότι αδυνατεί να λησμονήση· υπήρχαν δε στιγμαί καθ' ας επόθει να εξαφανίση, να πετάξη μακράν παν αντικείμενον, κάθε πράγμα ενθυμίζον εις αυτόν την γυναίκα εκείνην, την οποίαν είχε συνειθίση να θεωρή απαραίτητον εις την ευδαιμονίαν του, εις αυτήν του την ύπαρξιν. Εκάστοτε όμως αναχαιτίζετο και τα μισητά και προσφιλή συγχρόνως αντικείμενα έμεναν εις την θέσιν των.

Και επόθει μάλιστα πολύ να την ιδή ανάπτουσαν τα κανδηλάκια και θυμιώσαν τον ναόν και αυτόν ακόμη. Η χαρά η αθάνατος, η οποία επλήρου τον ναΐσκον όλον τας νυκτερινάς εκείνας ώρας, τον έκαμε να μη λυπήται πλέον διά τον θάνατον, και να πιστεύη ότι οι Δίκαιοι θνήσκοντες ζώσιν εις τον αιώνα.

Εν τούτοις είνε βέβαιον ότι η νεάνις επόθει διακαώς να επανίδη τον νέον εκείνον ον αποτόμως είχεν εγκαταλίπει. Όσον διά τον Πλήθωνα, ούτος, αφού ενόμιζεν ότι κατέστησε την νέαν ευτυχή, και εσεμνύνετο διά τούτο, έπεμψε τον Θευδάν όπως προσκαλέση τον Μάχτον να έλθη.

Ο γερο-Φραγκούλης, επίστευε και έκλαιεν . . . Ω, ναι, ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα και ημάρτανε και μετενόει.....Ηγάπα την θρησκείαν, ηγάπα την σύζυγον και τα τέκνα του, επόθει ακόμη τον συζυγικόν βίον, επόθει και τον βίον τον μοναχικόν. Τον καιρόν εκείνον είχεν αγαπήσει εξ όλης καρδίας την Σινιωρίτισάν του . . . και την ηγάπα ακόμη.