United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το λογικόν μου συνεταράσσετο, οσάκις έτεινα το ους εις την υπεράνθρωπον μελωδίαν της φωνής της και εις τους πόθους και τας επιθυμίας εκείνης, τα οποία ουδέποτε έως τότε ους ανθρώπου είχεν ακούσει. Ότι με ηγάπα το εγνώριζα καλώς, εις στήθος δε, ως το ιδικόν της, ο έρως δεν ήτο δυνατόν να εμφωλεύη ως σύνηθες πάθος.

Αλλ' ήτο καλώς διατετηρημένον το πλοίον και αντείχε κατά του δεινού εκείνου σάλου, ότε τα απαλόν και παιγνιώδες κύμα μεταβάλλεται εις σκληρωτέραν του σιδήρου ύλην. Ο καπετάν-Κωνσταντής όσον «παρατημένον» και αν είχε τον εαυτόν του, την Ευαγγελίστριαν όμως συνετήρει εν πολλή κομψότητι. Ηγάπα εξ ιδιοσυγκρασίας το μαύρον χρώμα.

Να που ήρθαμε . . . Ο οικοδεσπότης ωμολόγει αφελώς ότι ήτο έτοιμος να δώση τον λόγον του εις εκείνον των κομματαρχών, όστις πρώτος θα έσπευδε να τον αγκαζάρη. Ηγάπα, ως φαίνεται, τας θωπείας, και εθεώρει ως τιμήν προσγινομένην αυτώ το να έλθη τις παρακαλών να του δώση την ψήφον του. — Άλλο σόι άνθρωπος, είπε μέσα του ο Λάμπρος ο Βατούλας.

Και σήμερον ακόμη, η ερώτησις — «Εκ Ναζαρέτ δύναται τι αγαθόν είναι;» — Επαναλαμβάνεται συχνάκις, και η μόνη απάντησιςσχεδόν η μόνη δυνατή απάντησις, — είνε και τώρα, όπως ήτο τότε, «Έρχου και ίδε». Τότε εσήμαινε, έρχου και ίδε τον Λαλούντα ως ουδέποτε άνθρωπος ελάλησεν· έρχου και ίδε Εκείνον, τον ταπεινόν τέκτονα τον από Ναζαρέτ, όστις δεσπόζει των ψυχών πάντων τον προσεγγιζόντων αυτόν, αποκαλύπτων διά μόνης της παρουσίας του τα μυστικά των καρδιών, και σύρων όπισθέν του τους αμαρτωλούς εις μίαν φλογεράν λατρείαν· έρχου και ίδε Εκείνον, όστις αποπνέει την ακαταμάχητον γοητείαν αναμαρτήτου αγνότητος, το άψογον κάλλος θείας ζωής. «Έρχου και ίδε», είπεν ο Φίλιππος πεπεισμένος εν τη απλότητι της καρδίας και της πίστεως αυτού, ότι βλέπων τις τον Ιησούν θα τον ανεγνώριζε και θα τον ηγάπα και θα τον ελάτρευεν.

Όλοι εγνώριζαν τώρα ότι ο Πατούχας είχε διαρρήξη πάσαν σχέσιν μετά των Θωμαδιανών και ότι ηγάπα με μανίαν την Μαργήν, της οποίας η μητέρα εφαίνετο ευδιάθετος να τον κάμη γαμβρόν. Αλλ' ο Σαϊτονικολής έλεγεν αταράχως, οσάκις ήκουε να γίνεται λόγος περί του νέου αισθήματος του υιού του: — Εγώ σάςε λέω πως αγαπά την Πηγή και την Πηγή θα πάρη.

Ο Λιάκος όμως είχεν ήδη εκλέξει και εύρει μυστικοσύμβουλον, ώστε δεν έσπευδε να επωφεληθή της παρούσης ευκαιρίας, και εσιώπα μετανοών διά την απερισκεψίαν, με την οποίαν υπεσχέθη να είπη όλα εις τον φίλον του. Όχι ότι δεν ηγάπα και δεν εξετίμα τον Κ. Πλατέαν. Αλλά τη αληθεία δεν τον εθεώρει αρμόδιον δι' ερωτικάς εξομολογήσεις, δεν τον ενόμιζεν ικανόν να εννοήση τας λεπτότητας των αισθημάτων του.

Ηγάπα η καλή γραία ν' απαντά διά διστίχων, δι' ων συνεχώς ηύφραινε την καρδίαν της, μυρόνουσα ούτω την ανάμνησιν του απόντος υιού της. — Τον Γεωργάκη περιμένεις, θεια Σπύραινα; — «Ανάθεμα όπερ μαραγκούς που φτιάνουν τα καράβια και παν και ξενητεύοννται τ' ώμορφα παλληκάρια».

Και όταν υπελόγιζεν ότι ο πλους έληξε, και ότι τα πλοία του θα ήσαν αραγμένα, αφηρείτο, θεωρών τότε από του υψηλού εξώστου τον σαπφείρινον κάτω υπό τους πόδας του πυθμένα, κ' ηγάλλετο, απαριθμών τας αγέλας των κεφάλων, οίτινες διήρχοντο πρωί-πρωί, την άνοιξιν, ως διά να χαιρετίσωσι τον πολιόν καπετάνιον, από την αυγήν δροσιζόμενον εκεί, εις τον καθαρόν της θαλάσσης αέρα, τον καπετάνιον, όστις τόσον ηγάπα το υγρόν των βασίλειον.

Ο νεαρός γαμβρός ηγάπα, φαίνεται, την επίδειξιν, και ήθελε να καλέση πλείστους και δικούς και ξένους εις τους γάμους του. Εν τοσούτω η απαίτησις των χιλίων δραχμών δεν είχε διευθετηθή. Ο Θανάσης είπε να δώση ο Στάθης τας χιλίας δραχμάς εκ των χρημάτων όσα είχεν εις τας χείρας του, ως έχων την διαχείρισιν των εξόδων. Ο Στάθης εμόρφασεν, έγρυξε, και είπε: «ΚαλάΑλλά δεν έδωκε τα χρήματα.

Ούτος αν και ηγάπα τον νέον όχι ολιγώτερον από κάθε άλλον, είχε πείσει αυτόν ότι δεν τον αγαπά· και κάποτε ζητών την εύνοιάν του προσεπάθει να τον πείση τούτο ακριβώς, ότι πρέπει να χαρίζεται εις τον μη ερώντα μάλλον παρά εις τον ερώντα και του εξήγει ως εξής τους λόγους.