United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πετάτε στις ρημιές και στα δάση! Εκεί θα βρήτε φαΐ και ραχάτι. Αυτού που τρυγυρνάτε ραχάτι δεν έχει. Θα τσουρουφλιστούν τα φτερά σας. Μακριά, στη ρημιά, στα ψοφίμια, όξω, όξω! Είταν Αύγουστος τώρα. Είχαμε άλλον ένα μήνα διακοπές, κ' ήρθαμε να τις περάσουμε σαυτό το καλύβι, που κάθουμαι τώρα ολομόναχος και σου γράφω.

Αφέντη μου, απάντησαν όλοι οι δερβισάδες μαζί, «ήρθαμε εδώ για πρώτη φορά μια ώρα πριν από σαςΤότε γύρισαν στον βαστάζο να δουν αν μπορούσε αυτός να εξηγήσει το μυστήριο, αλλά και αυτός δεν ήξερε τίποτα. Στο τέλος ο Καλίφης δεν μπορούσε να βαστάξει την περιέργειά του, και ανακοίνωσε ότι θα υποχρέωνε τις κυρίες να τους εξηγήσουν την παράξενη συμπεριφορά τους.

Ο δεκανέας είπε θυμωμένα: — Πού είσ 'να τρυπωμένος γέροντα; — Πού νάμουνα, παιδί μου, γέροντας άνθρωπος, βαρυακούω κι όλας...Καλώς ωρίσατε! Και τους έδοσε το χέρι του. — Έλα, τόρα, κυρ πάρεδρε, του λόγου σου, να μας μοιράσης, τα καταλύματα, είπε ο δεκανέας. Ήρθαμε για κάτι εντάλματα και θα μείνουμε εδώ απόψε.

ΔΟΡΑΝΤ Ήρθαμε, κύριε Ζουρνταίν, η κυρία κ' εγώ, να σας προσφέρωμε τα σέβη μας για το νέο σας αξίωμα και να σας συγχαρούμε για το γάμο της κόρης σας με το γυιό του Μεγάλου Τούρκου. ΔΟΡΙΜΕΝΗ Είμαι πολύ ευτυχής, κύριε Ζουρνταίν, που ήρθα από τους πρώτους να σας συγχαρώ για τον ύψιστο βαθμό της δόξης που φθάσατε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κυρία, σας εύχομαι όλο το χρόνο την τριανταφυλλιά σας ανθισμένη.

Ήρθαμε μια στιγμή κοντά σου, όχι να σ' ακούσουμε, γιατί βιάζεται ο φίλος μας απ' εδώ, μόνο να σου πούμε δυο λόγια, εδώ στην πόρτα. Ας περιμένουνε λιγάκι οι φοιτητάδες. Δυο τρεις δοτικές απάνω, δυο τρεις κάτω, τι πειράζει! Χιλιάδες τις έχουνε. Εμείς όμως οι δυο καθημέρα δε σέχουμε.

Πρώτοι οι Μεθυμνιώτες άρχισαν την κατηγορία καθαρά και σύντομα σαν είχανε γελαδάρη για κριτή: — Ήρθαμε στους κάμπους τούτους θέλοντας να κυνηγήσουμε· το καΐκι μας λοιπόν, αφού το εδέσαμε με λιγαριά χλωρή, τ' αφίσαμε στην ακρογιαλιά κ' εμείς ζητούσαμε με τα σκυλιά κυνήγι. Στο αναμεταξύ τα γίδια τουτουνού εδώ, αφού κατεβήκανε στη θάλασσα, και τη λιγαριά την τρώνε όλη και λύνουν και το καΐκι.

Έρχετ' άξαφνα ο Κωσταντής, και με χαιρετάει από μακριά και μου λέει «Περβάτησ', Αρετούλα μου, κ' η μάννα μας σε θέλει».— «Αλλοίμον' αδερφάκι μου» του κράζω «και τι νε τούτ' η ώρα! Ανίσως κ' είνε για χαρά, να βάλω τα χρυσά μου Κι αν είνε πίκρα, πες μου το, νάρθω καταπώς είμαι». Και μου λέει «Έλα καταπώς είσαι» . Κι ανεβαίνω μαζί του τάγριο τάλογο, και σύραμε σα σύννεφα κ' ήρθαμε.

26 του Μάρτη Περιμένω μόνο πώς να περάση ο χειμώνας και να φύγουμε αποδώ. Μ' έχει κυριέψει μια απάθεια παράξενης λογής και κάποτε έχω το φόβο πως ο χειμώνας αυτός μ' έχει κατασυντρίψει. Ό,τι θα φέρη το καλοκαίρι ίσως να μην είναι κι αυτό κάτι, όπου μπορεί κανένας να βασίση ελπίδες. Ήρθαμε μέσα στη Στοκχόλμη με την ελπίδα πως η κατάστασή μας θα καλητέρευε, έστω ίσως και σιγά σιγά.

Δεν έγινε όμως κ' έτσι δεν έγινε μήτε τανάγνωσμά μου. Όταν έφτασα στην Πόλη, ο Foy που εκεί καθότανε σε κείνα τα χρόνια, μου είπε αμέσως πως η τούρκικη κυβέρνηση θα εμποδίση το Συνέδριο. Στα Θεραπειά πάλε ο πρέσβης της Γερμανίας, κ. von Radowitz, περπατούσε στο ριχτίμ· κ' έλεγε πως του κάκου ήρθαμε και δε θα δούμε Συνέδριο.

Ως τόσο, όταν ήταν όλοι τους μαζί, καβαλλαρία, με της περικεφαλαίες τους, εφαίνοντο φοβεροί· χωριστά κι' ολίγοι-ολίγοι, εφαίνοντο κι' αυτοί καλοί άνθρωποι. Περάσαμε καλά. Η χολέρα έφυγε σε λίγο. Κοντά στα Χριστούγεννα, ήρθαμε στο σπίτι μας, στους Αγίους Αποστόλους, τo ηύραμε απείραχτο, κ' εκαθίσαμε με αγάπη και ειρήνη.