United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα δεν πρέπει, παιδί μου, να κάμης τέτοια αστεία. Εμένα μου έκοψες το αίμα. — Ε, τώρα να σε κάμω εγώ να διασκεδάσης. Τι θα μου δώσης να σου τραγουδήσω τα Χριστούγεννα; — Μια γαβάθα τζούρβα. — Μα με τη λύρα. — Και μια γαβάθα πρωτογαλιά. — Καλά.

Νά ο μεσονύκτης! είπε και ο άλλος ποιμήν, παρακολουθών τον σύντροφόν του εις την πρακτικήν ταύτην αλλ' ακριβή αστρολογίαν. Και τους είδες τότε εκεί τους σκαιούς αυτούς ποιμένας ν' αποκαλυφθώσιν ευλαβώς και να προσκυνώσιν επί τινας στιγμάς εν κατανύξει, γονατισμένοι, ως να παρίσταντο μυστηριωδώς εν τη εβραϊκή Βηθλεέμ εις την θείαν του Σωτήρος γέννησιν. — Χριστούγεννα! Χριστούγεννα!

Το έλεγα, τσιούπρα μ', αλλά το είδα τόσες φορές αυτό το σημάδι, που δεν μου κάν' η καρδιά να το πιστέψω πλειο. Κατά το κοντινό το γράμμα τ' ο πατέρας σ' λέει, ότι θα είναι εδώ πριν από τα Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα ήρθαν κι' αυτός πούναι τος; Πάη τελείωσε κι' αυτή η μέρα. Πάη, ψυχή μ', κι' αυτή η διορία του πατρός σ' μαζύ με τες πολλές!

Πρώτην φοράν μετά τας πενθίμους συγκινήσεις έβλεπον τόσον φαιδρόν, τόσον γλυκύ, τόσον επιθυμητόν όνειρον, το οποίον μου έφερε γαλήνην και θάρρος εις την καρδίαν. Ήτο τόσον θερμόν το όνειρόν μου το αλησμόνητον, ώστε μου εθέρμανε, ψυχήν και σώμα. Δεν ήμουν πλέον εγώ ο ανεόρταστος, ο αλειτούργητος, ο αφωρισμένος. Εώρτασα τα τρυφερώτατα Χριστούγεννα με τόσα πρόσωπα, τα οποία δεν υπάρχουν πλέον.

Και ήλθεν η μάννα του και του έλεγε: Γλέπεις, καταραμένε, για να μη θελήσης νάρθηςτον Γέροντα; Γλέπεις; Ύστερα, τον άλλο χρόνον, εμπαρκάρισεν. Αλλά ποτέ του δεν έκαμε Χριστούγεννα σε πολιτεία· ούτετο χωριό του, ούτε σε καμμιά άλλη πολιτεία. Αλλά πάντοτε, την ημέραν αυτήν, ευρίσκετο εις το πέλαγος.

Απήντησεν ο Μπάρμπα-δήμαρχος. — Θε ς' τάβρουμε, κακόμοιρε, και θε ς' τα πάρουμε ούλα! Ηπείλησε τέλος η Μιλάχρω εν αστειότητι. Εφέτος του αγίου Βασιλείουείχε κακιώσει από τα Χριστούγεννα ο «σημαδιακός» — απεφάσισεν η Μιλάχρω να τον ξεκακιώση πάλιν.

Άκου, πιστεύεις πραγματικά ότι ο Τζατσίντο θα παντρευτεί την Γκριζέντα;» «Ναι, είναι σίγουρο» «Πότε θα παντρευτούν;» «Πριν από τα ΧριστούγενναΕκείνη χαμήλωσε το φως, σαν να ήθελε να δει καλύτερα το πρόσωπό του κι έτσι φώτισε καλά το δικό της. Πόσο χλωμή ήταν και πόσο νεανικό και ταυτόχρονα γερασμένο ήταν το πρόσωπο της!

Τράβηξε το κρασί και κίνησε να φύγη, ξαναλέγοντας: — «Και του χρόνου τα Χριστούγεννα... και του χρόνου με τον άντρα σου εσύ, με τον πατέρα σου και με μια καλή νύφη εσύ... εκείνη ντε με τα κατσαρά μαλλιά.... τη γειτονοπούλα που ξέρεις....

Ο καιρός ήτο ωραίος και κόσμος πολύς συνέρρεεν εις την Εκκλησίαν. Αλλ' η κόρη της θειας Μυγδαλίτσας, η ωραία Μαργαρώούτως ωνομάζετοησθάνθη τότε βαρύ παράπονον εις την καρδίαν, όπερ της έφερε και δάκρυα. Από το βράδυ που ανεχώρησεν η μητέρα της, έμεινεν ως ήτο εκεί εις την γωνίαν, νηστική και κλαίουσα. Εσυλλογίζετο την μεγάλην ημέραν, τα ωραία Χριστούγεννα.

Η Μαργαρώ συγκεκινημένη μέχρι δακρύων με παλλομένην ταρακτικώς την καρδίαν ενηγκαλίσθη τον ανέλπιστον τούτον αδελφόν της, ον με τόσην χαράν, ώστε να την συμμερίζεται ολόκληρον το χωρίον, τον έφεραν τα καλά Χριστούγεννα, μέσα εις τας αγκάλας της, προστάτην αγαθόν της ορφανίας της, δώρον του Χριστού ανεκτίμητον.