United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στολισμένος, ξυρισμένος, μοσχομυρισμένος. Με άσπρο-κάτασπρο υποκάμισον. Με σακκάκι καινουργές, σκούρο, γελαστός, Χριστουγεννιάτικος. — Άιντε ντε! Και περιμένω τόση ώρα. Πού χαζεύετε; Και προπορευόμενος έλεγε προς τον φίλον μου, — Πού είνε εκείνος ο άλλος ; — Εδώ είνε. Έρχεται, απήντησεν ο φίλος μου δι' εμέ.

Τότε εισέρχεται η υπερευγενεστάτη κυρία ντε Σ . . . με τον κύριον σύζυγόν της και την κλωσσημένη χηνίτσα θυγατέρα της, με το ίσιο στήθος και τον κομψό κορσέ, διαβαίνοντας ανοιγοκλείουν, ως συνήθως, πανευγενέστατα τα μάτια και τα ρουθούνια τους, και επειδή μισώ το γένος τούτο εκ καρδίας ήθελα ν' αποχαιρετήσω τον κόμητα, και επερίμενα μόνον έως ότου ήθελεν απαλλαγή από την αηδή φλυαρίαν, ότε η δεσποινίς μου Β . . . εισήλθεν.

Αφίνει ήσυχο το βοσκαρούδι, να κάνη τη δουλιά του· να στέλνη την καλημέρα της άμοιρης μάνας του... — Ντε! Ψαρή μ' ντεεεέ! πάρ τα ξερά σου!.. — Με καιρό ύστερα, οπού λες, θάταν φαίνεται Μεγάλη Σαρακοστή, που νηστέβουμε εμείς στα χωριά, γιατ' είχε καιρό πια να κυλήση αρνί της σπηλιάς το νερό για τη χήρα του Νάκο-Μήτρα, κ' είχε καιρό να κυλήση την καλημέρα στην καλή τη Ζαχαρούλα.

ΛΟΓ. Μνήσθητί μου Κύριε, πίστει φωνάζει. ΑΝΑΤ. Ντε φωνάζει πγια τώρα, — αρτίκ σώπασεόντας επέτανε τρεις φοραίς είπε, μνήσθητι μου Κύριε, αρτίκ μπιτούν σώπασεεσύ γράφεις εμεν ούλο φωνάζει σάνκιμ είναι βρυκόλακα. ΛΟΓ. « Ο αναγνώσας τα δε τα γεγραμμένα, » άφεσιν ζήτει αυτού τα πεπραγμένα, » γνώσθι συ ο μη Θεόν φοβάσαι.

ΑΝΑΤ. Ορίστε λευτεριάάμμα λευτεριάταμάμ! — φόρτσ μόρτο, σάντο μάντο, μέστο ρέστο, είπε, άιδε γιαβρούμ χάψι, μήτε ικρίσι, μήτε ιλάμι , μήτε τίποτα, εμέν ίσγια στη χάψιάτζαπα μόδα στην Ελλάδα έτζι είναι; εμένδυω λόγια λένε, χορίς φταίξιμο, χωρίς τίποτα χάψι βάνουνε; να λευτεριά, να μάλαμα.......αστρονόμο πολύ σέρτι άντρωπο είναι.....γκεμ αλμάζης είναι, χιτζ λακιοδί ντε πέρνεικατόλου κατόλουέμεν βρίζει... φάρκι ντε κάμει, άντρωπο είναι, Γάινταρο είναι, ούλα ένα τ' άχη.... αρτίκ τι να κάμω τώρα; να τραβίξω ένα μπελά ήρτε κεφάλα μου, σάμπρι να κάμω, τζαρέ ντεν είναι..... σ' το κούτελο μου γραφτό ήτανε και τούτο.

Και ετελείωσε τα γνωμικά του μ' έναΟξ, ντε! που εφώναξε του μουλαριού, αφού του ετίναξε από πίσω μια με τη δράφη του. Εσιώπησεν ο Βασίλης, εγώ όμως, οπού ήθελα το τέλος της ιστορίας, τον αρώτησα. — Και ύστερα τι ακολούθησε με την Σμαραγδούλα; Και άλλαξε πολύ από τότες· μηδέ γέλοια, μηδέ χωρατά, μηδέ τίποτα. Εγίνηκε άλλη γυναίκα, ως και δακρυσμένη ήτυχε να τη διούνε.

— Ε, τώρα κατάλαβα, Έτσι, πες μου ντε! — Μόνον να θυμάσαι πρώτα-πρώτα να λες τα πειο πολλά από ό,τι περιμένεις να πάρης. Ταις άλλαις ημέραις οι έμποροι λένε ό,τι βαστά η ψυχή τους, σήμερα λένε ό,τι τους κατέβη . . . — Τώρα κατάλαβα. Έννοιά σου!

Εφοβούμην μη κληθώσι και άλλοι· και τότε ο φίλος μου θα ηρνείτο να ψάλη. — Όχι· μοι απήντησεν. Ο κυρ Στρατής, εγώ και συ. Και μετ' ολίγον επανέλαβεν: — Όχι. Εξέχασα. Θα είνε και αι δύο γειτόνισσαίς του, αι δύο . . . πώς της λένε; πες ταις ντε . . . αι δύο . . . χιλιάρικαις!

« τζάνουμ, Κύριε Ντιοικητή χέργια σου να φιλήσω, ποντάργια σου να φιλήσω, ισκυλί σου να γενώ, στείλε Αστρονόμο ένα ντιαταγή, να βγάνη ημάς όξου. » ΑΝΑΤ. Τι έγραψες; ΛΟΓ. Όξου. ΑΝΑΤ. Είδες τώρα; έτζι γράφουνε αναφορά όχι τροπάρι έγραψες εσύέι σώτηκε πγια. ΑΝΑΤ. Εγώ ντε ξέρω να γράψωεσύ γράψε όνομά μου. ΛΟΓ. Και δη πώς σε γραπτέον;

Στρατιώται και ο Ανατολίτης. ΑΝΑΤ. Έι τζάνουμ. μη σκουντάςκόσμος γλέπει, ντρέπομαιαγάλια αγάλιαιστέ εγώ παγαίνωμη φοβάστε, ντε φεύγωμπαξίσι σου εγώ ντίνο ένα τάλλαρο τζίλικο .