United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε μηχανικώς κι' άρχισε και το τροπάρι του Χριστού: «&Η γέννησις σου Χριστέ ο Θεός, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως εν αυτή γαρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο σε προσκυνείν τον ήλιον της δικαιοσύνης και σε γιγνώσκειν εξ ύψους ανατολήν. Κύριε δόξα σοι.&»

Ναι μεν ο Θεός δε θέλει την απληστία και την προσήλωση στα εγκόσμια, αλλά μήπως πάλι το τροπάρι δε λέη: «Τα καλά και συμφέροντα... παρά του Κυρίου αιτησόμεθα »; Και δος του γράμματα απάνω σε γράμματα ο παπάς. Η Αννίτσα ξαφνίστηκε στην αρχή. Πολλές φορές της είχε πει η ψυχομάννα της γι' αυτό το ταξίδι, μα πρώτη φορά της μιλούσε τόσο αποφασιστικά. — Να πάμε, παιδί μου, να πάμε.

Το τροπάρι θέλει να πη πως κάθε ώρα και στιγμή πρέπει να τον περιμένωμε, γιατί εκεί που δεν τωλπίζομε, μέσα στα βαθειά μεσάνυχτα, μπορεί να φανερωθή. Έτσι ξηγούσε ο παπάς το τροπάρι. Οι παπάδες όμως όλα τα ξηγάνε παπαδίστικα. Η ΤαρσίτσαΘεέ μου, συχώρεσέ με! — τάπαιρνε ωστόσο αλλοιώτικα τα λόγια του τροπαριού. Δεν είνε μονάχα η Εκκλησίαέλεγε από μέσα τηςπου περιμένει τον «Νυμφίο» της.

Τον περίμενε ώρα την ώρα, τα σουρουπώματα και το μεσημέρι και το δειλινό και τη νύχτ' ακόμα, στα βαθειά μεσάνυχτα. Μήπως δε λέη το τροπάρι: «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός;» Ο ξάδερφός της ο παπάς, στην Αθήνα, της το είχε ξηγήσει κάποτε. Νυμφίος είνε ο γαμπρός. Ο νυμφίος της Εκκλησίας είνε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.

Χαρά σ' εκείνονεάντρα ή γυναίκαπου θ' αγρυπνάη και θα περιμένη· και πάλι, ντροπή σ' εκείνονε, που θα τον πάρη ο ύπνος και θα κοιμηθή στη μεγάλη την ώρα. Και η Ταρσίτσα αγρυπνούσε μήνες και χρόνια, γιατί της είχε καρφωθή η ιδέα πως ο «Νυμφίος» θαρχότανε νύχτα, όπως το λέει το τροπάρι.

ΑΝΑΤ. Βαϊ κιοπόγλου βάι...βάι, ητ' ογλού, βάιέτζι γράφουνε αναφορά; εσύ τροπάρι έγραφεςμέγα έλεος, υπερένδοξε έγραψες, κάτε ένα λόγο μακρύ εκατό πήχες έγραψες, άντρωπο μαγαρίστηκε έγραψες, αρβανίτη ανάσταση λέανε έγραψες; — κρίμαστοκρίμαστοεγώ τάρεψα εσύ λογιώτατο άντρωπο είσαι, γράμματα ηξέρεις είπα για να κάμης αναφοράάμα σαν ισκυλί πισμάνεψασκίστο, σκίστοπάρε άλλο χαρτί να γράψης αναφοράάμα εγώ να λέω κι' εσύ να γράφης — τ' άκουσες μπόκογλου ;

Δεν είνε πρέπον, είπε, να παρακινούμεν τους άλλους να τάζουν. . . . Το τάξιμον είνε προαιρετικόν. . . . «Όση πέφυκεν η προαίρεσις», που λέει και το τροπάρι . . . Μα ας είνε . . . αν ήθελε να κάμη καμμιά λειτουργία . . . Την τελευταίαν φράσιν την είπε παραπονετικώς μέσα του. Είτα επανέλαβε·

Όταν σταμάτησε λίγο κι' αναστέναξε βαθειά, κανένας δεν έβγαλε τσιμουδιά. Κρατούσανε την αναπνοή τους. Ο Μαθιός πήρε μια βαθειά ανάσσα και ξαναείπε το τροπάρι. Ποτέ η φωνή του δεν είχε πάρει τέτοια γλύκα σαν και σήμερα. «...Πάντα ονείρου απατηλότερα». Σαν έσβυσε αλαφρά μέσα στη σιγαλιά η τελευταία του νότα, τα δάκρυα τρέχανε ποτάμι απ' τα μάτια του.

Άντρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά, όσες ψυχές βρίσκονταν στο χωριό, εξόν μία λεχώνα κι' ένα βρέφος αβάφτιστο ακόμα, είταν συμμαζωμένοι μέσα στην ταπεινή εκκλησούλα κι' ακουρμαίνονταν με κατάνυξη το χαρμόσυνο τροπάρι: «Η γ έ ν ν η σ η σ ο υ Χ ρ ι σ τ έ ο Θ ε ό ς... »

Όμως θα φτάση μια μέρα εκεί που του τώταξε η Μοίρα. Και κείνοι που τον απαντέχουν δεν πρέπει ναπελπίζωνται, δεν πρέπει να τον λησμονάνε, μόνο μέρα και νύχτα να ζούνε με την ελπίδα του και την απαντοχή του. Έτσι το θέλει ο Θεός. Το τροπάρι είχε και άλλα παρακάτω. «Και μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα, ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα». Ο παπάς τα είχε ξηγήσει και τα λόγια τούτα.