United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμείς, όσο ταπεινούς κι α μας βλέπειςμα Βασιλέας, μα Ζητιάνος είναι ομπροστά μας, όταν όμως είναι για μια Πίστη, σπαθιά και φωτιές και θεριά χαρά μας δίνουνε κι όχι φόβο. Ίσως είναι λίγο στολισμένος αυτός ο διάλογος από κοντύλι ρητορικό. Τα βέβαιο είναι όμως πως δεν τονέ στενοχώρησε πια ο Αυτοκράτορας το Βασίλειο. Έμεινε ήσυχος στην Καισάρεια ως το τέλος του. Ήσυχος μα όχι κι ανάπραγος.

Στολισμένος, ξυρισμένος, μοσχομυρισμένος. Με άσπρο-κάτασπρο υποκάμισον. Με σακκάκι καινουργές, σκούρο, γελαστός, Χριστουγεννιάτικος. — Άιντε ντε! Και περιμένω τόση ώρα. Πού χαζεύετε; Και προπορευόμενος έλεγε προς τον φίλον μου, — Πού είνε εκείνος ο άλλος ; — Εδώ είνε. Έρχεται, απήντησεν ο φίλος μου δι' εμέ.

Πρέπει, κυρά μου, να τελειώνουμε, γιατί αύριο φεύγουμε. Και πού πάτε; Τ σ ι γ γ ά ν α. Όπου θέλει ο Θεός. Ρωτάς, κερά μου, τα πουλιά που παν, άμα φυσήξη ο βορηάς και πιάσουν τα πρωτοβρόχια. Τ σ ι γ γ ά ν α. Όπου κάμπος με λουλούδια και με φως κι όπου ουρανός με άστρα στολισμένος εκεί είναι η πατρίδα μας. Μ α ρ ί α. Τι ωραία πατρίδα. Μόνο που ζήτε στο δρόμο. Τ σ ι γ γ ά ν α. Να βαρεθούμε.

Και ούτω λέγοντας, αποφάσισε διά να υπάγη να παρουσιασθή εις τον βασιλέα της Κίνας, τον πατέρα της, διά να ζητήση θέλημα να φιλονεικήση με την θυγατέρα του. Τότε ο Καλάφ ενδυνόμενος με λαμπρά φορέματα, και καπνιζόμενος με ευωδιαστικά αρώματα εφαίνετο ωραιότερος από τον ήλιον, και ούτω στολισμένος έφθασεν εις την αυλήν του Βασιλέως.

Οπόταν δε επλησίασεν η νύκτα επήγα εις τον διωρισμένον τόπον, και αφού επλησίασα εκεί, είδα ένα σχοινί που ήτον κρεμασμένον από το παραθύρι της κυρίας, η οποία μου εχρησίμευε διά να ανέβω με αυτό βοηθούμενος από αυτήν που με ετραβούσε, και εμβαίνοντας εις τον πρώτον οντά με έκαμε και απέρασα εις τον δεύτερον, που ήτον πλουσίως στολισμένος.

Δικός της είταν κι ο έπαρχος ο Κύρος, άνθρωπος άξιος, ωραίος, και μ' ελληνική προκοπή στολισμένος κι αυτός. Τόσο, που και τα διατάγματά του στην ελληνική γλώσσα έβγαζε, και καθετίς Ελληνικό υποστήριζε. Έχτισε και διόρθωσε και δημόσια χτίρια πολλά ο Κύρος, και τέλος φώτισε και την πόλη με τελειότερο τρόπο.

Γυρίζοντας από την χώραν έμεινα εις τον λόγγον όλον το επίλοιπον της ημέρας, απερνώντάς το εις το να καλλωπισθώ και να στολισθώ καπνιζόμενος από τα μυρωδικά αρώματα. Και φθάνοντας η νύκτα εμβήκα εις την κασσέλαν μου εύμορφα στολισμένος, και εφέρθηκα πάλιν επάνω εις το σκέπος του παλατίου· εγώ εμβήκα εις τον χοντζερέ της βασιλοπούλας ωσάν και την άλλην νύκτα.

Την ώραν που επήγαν τα βιολιά κ' έφεραν τον κουμπάρον έμπροσθεν της πατρικής οικίας του γαμβρού, ο Γρηγόρης, μη έχων τίνα άλλον να ερωτήση, ηρώτησε κρύφα τον Στάθην, όστις στολισμένος συνώδευε με πολλούς εκ των καλεσμένων τον κουμπάρον, ελθόντα να παραλάβη τον γαμβρόν· — Η χίλιες δραχμές, τι γίνονται; — Θαρρώ πως της έδωκεν ο Θανάσης της Αφέντρας, απήντησε βιαστικά ο Στάθης.

Είχε δυο πατώματα και δυο σειρές καμαρωτά παράθυρα. Το επάνω πάτωμα εφτά και το κάτω έξ. Το ισόγεια είχε στην αράδα έξ καμαρωτές πόρτες. Ο τοίχος ήταν στολισμένος με κεραμιδένια σχέδια. Βυζαντινές πριγκήπισσες και βασιλιάδες ξύπνησαν πάλι μέσα μου.

Ως κ' οι κακογεράματοι γέροι, που τις μύξες τους έτρωγαν, τα πόδια τους να πάρουν δε μπορούσαν, κ' εκείνοι ακόμα εξεκίνησαν ναρθούν. Πανηγύρι, γλέντι, κοσμοχαλασμός μέσα κ' έξω. Ο πάγκος με τα μπουκάλια ταδιανά και τους ξεθωριασμένους &Αριστοφάνηδες& γύρω στολισμένος, έκανε τόρα χρέη θεωρείου. Ντροπαλές, μισοκρυμένες είχαν τρυπώσει από νωρίς όλες οι γειτόνισσες κ' οι καλές γειτονοπούλες του Γιάνη.