United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ύστερα από κάμποση ώρα, ακούστηκαν τα σκυλλιά της γειτονιάς. Είταν ο παπά-Νικόλας, που έβγαινε από το ένα σπίτι κι' έμπαινε στ' άλλο. Σε λίγο ανέβαινε τες σκάλες του σπιτιού και μάννα και γυιός σηκώθηκαν να τον υποδεχτούν. Ο παπάς είπε «καλημέρα» και «χρόνια πολλά» κι' άρχισε να ευλογάη το τραπέζι: «&Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου και πάντας ημάς

Οι τοιούτοι δεν λέγουν λ. χ. &καλημέρα& αλλά προφέρουν σαφέστατα &καλή ημέρα&, διότι εφαρμόζουν τον ορθογραφικόν ευφωνικόν κανόνα ότι το η ως μακρόν δεν εκθλίβεται. Και τόρα σπεύδομεν εις το συμπέρασμα ότι η εφαρμογή των αρχαίων κανόνων και η τάσις προς αναβίβασιν της σημερινής γλώσσης σημαίνει την τελείαν απονέκρωσιν αυτής και την αφαίρεσιν παντός καλλιτεχνικού στοιχείου.

Κι' από πια, δε μας ζημιόνει. Β ρ ό μ α Διαβαίνοντας στο δρόμο Πουρνό πουρνό μια ημέρα, Συναπαντάω το Μώμο. Μου λέγει, καλημέρα. Τι κάνεις ποθητέ μου, Παλιέ συνάδερφέ μου. Ω πόσο επιθυμούσα Στιμή να σ' ανταμόσω. Κι' αποπολλής ποθούσα Το βάρος να σου δόσω Για κάπιον γνώριμό μας, Και φίλον εδικό μας.

Ω καλημέρα σου αδερφή, της λέει, και τι κάνεις; Πού ήσουν, καιρούς οπώλειπες, και πούθε τώρα εφάνης; Αμ πώς γυμνή έτζι ολότελα, μονάχη τέτοιαν ώρα Σε δρόμου διάβα σαν κι' αυτό στη μέση από τη χώρα; Εδώ για στέκω οχ το ταχύ, του απεκρίθη εκείνη· Και στα χαμένα εστάθηκα· του κάκου έχω προσμείνη· Έκρινα τάχατε καλό την ερημιά ν' αφήσω, Στον κόσμο σαν προτήτερα ναρθώ να κατοικήσω.

Καθώς είνε εις ημάς τους μικρούς όταν σφάλωμεν, όπου δείχτουν με το δάχτυλο και λέγουν· Να, &ο ποίσος, ο δείξος!& Όταν όμως κάμωμεν κανένα καλόν, κανένας δεν μας λέγει ούτε καλημέρα. Έτσι είνε εις αυτούς τους μεγάλους, είτε καλόν κάμουν είτε κακόν, δοξάζονται. — Δοξάζονται, επανέλαβεν ο Γύφτος· κατάλαβα... — Κ' εγώ επίτηδες το είπα, διά να καταλάβης.

Τοιούτους πολέμους διεξήγον προς αλλήλους οι άνδρες και τοιαύτα λάφυρα απεκόμιζον. Αλλά μη αι γυναίκες ήσαν ολιγώτερον μάχιμοι; Η μήτηρ δεν ήθελε το καλόν της κόρης, η πενθερά εμίσει ολοψύχως την νύμφην. Η νύμφη δεν έλεγε καλημέρα εις την ανδραδέλφην.

Ο Άνθιμος ήταν σκυμμένος στο μπάγκο του, ενώ κοντά του ο αγαπημένος του γάτος, η μόνη του συντροφιά, συμμαζωμένος, ερουθούνιζε. — Καλημέρα, πάτερ Άνθιμε. — Καλό στο Σταυράκη· κάθησε. — Θα φύω γλήγορα, είπεν ο Σταυράκης, γιατί έχω πότισμα· μόνον ήρθα κάτι να σου πω για το μαστρογούμενο! — Τι είνε πάλι; — Μ' έχει να με χαλάση, μπρε παιδί, για τον ψήφο μου. — Πώς μαθές; αρώτηξεν ο καλόγηρος.

Όλο και κύτταζε κατά την πόρτα· μα ψυχή δε φαινότανε. Ήρθανε κάναδυο παρέες. Κάνανε να του πιάσουν κουβέντα: — Μπα! μονάχος, Μπαρμπα-Δημητρό! Τι την έκανες την παρέα σου; Τίποτε ο Μπαρμπα-Δημητρός. Ούτε γύρισε να τους κυττάξη. «Τι τις θέλεις τις κουβέντεςέλεγε μέσα του. «Ας τους να λένε». Μπήκε άλλος. — Καλημέρα, Μπαρμπα-Δημητρό. Ο Μπαρμπα-Δημητρός τίποτε.

Βλέποντας αυτό το σημάδι η Μαριανθούλα, είπε χαρούμενη στη βάβω της: — Βάβω! βάβω! Είδες, καλημέρα μ'! τι έκαμε η κόττα; Σήκωσε τα φτερά της και τα χτύπησε, και τεντώθηκε σα να ήθελε τα λαλήσ'!... — Ε! κι' ύστερα;.... είπε η γριά, σα με θυμό. — Δεν έλεγες, βαβούλω μ', ότι, όταν κάνουν έτς οι κόττες, έρχεται ο πατέρας μ';

Το μάτι του δε δάκρυσε ποτές Σκουντουφλιασμένος, τρεις μέρες τώρα στην αγκωνή, με το τσιμπούκι στο στόμα, μήπως άνοιξε καθόλου ταχείλι του να βγάλη λόγο; Αγκαλά, και ζώντας η μακαρίτισσα, μήπως της είπε ποτέ μια γλυκειά κουβέντα; Αυτό ήτανε το παράπονο της μακαρίτισσας. «Καλημέρα, καλησπέρα» κι' όξω, στον καφενέ ή στο ψάρεμα, αυτή ήτανε η ζωή του, κυρ-αστυνόμε μου...