United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μ' τι ήταν τούτ’ ωρέ Καράλ'! Σα διατάν' μώμοιαζαν όλοι ντυμέν' έτσι. Σαν εκείνους π' γλέπω τ' Λαμπρή 'στν' Αγιά-Παρασκευή 'στν' εκκλησιά, πώχουν ζουγραφσμέν' την κόλασ'. Κ' εκείν' οι δρόμ', κ' εκείνα τα σπίτια; Μπα, Θε μ', φύλαξέ με!» Κ' έκαμε το σταυρό του ο άνθρωπος. «Μωρέ πώς ζαν έτσ' απανουτοί, πώς παίρνουν αέραΈλεγε. Ο Καράλης γέλαε, τι νάκανε.

Εσένα η Κέα, νιογέννητο, μόλις το φως πρωτώδες, σ' επήρε απ' τη μητέρα σου, σ' ανάθρεψεν εκείνη. Γιατί στην Κέα ανάνοιωσε της γέννας της τους πόνους κι απ' την Ειλείθυια ζήτησε βοήθεια η Βερενίκη· κ' η Ειλείθυια παράστεκε κι αλάφρωνε τους πόνους και το παιδί γεννήθηκεν ίδιο με τον πατέρα. Έτσ' είπ' εκείνο το νησί' κ' εκεί ψηλά στα νέφη έκρωξε τότε τρεις φορές ένας αϊτός μεγάλος.

«Κι όταν μονάχο τον ιδής γνέψε του να σιμώση, και πες του πως τονε καλώ και φέρε τον στο σπίτι». Έτσ' είπαμε' κ' επήγε αυτή και μούφερε το Δέλφι, κ' εγώ μόλις τον ένοιωσα κ' εγώ μόλις τον είδα να διασκελίζη ανάλαφρα της πόρτας το κατώφλι,

— Ε, σαν την Πόλη, ντε κ' εγώ. — Έχς πάει εσύ στα Γιάννινα; — Όχι. — Τότενες πού τα ξερς; — Όπως τα γλέπω από τη ράχη. Έτσ' είνε κι αυτά μέσα στο λόγγο χωμένα, σαν το χωριό μ'. Έχουν και μια λούτσα στν' άκρη. Εκεί ποτίζουν τα πράμματά τσ' αυτοίνοι; Για, μαλλιά τράω κ' χετε φορτωμένα.

Λέγε άλλων καύχησες και μη μου τις ζηλεύης. ΧΟΡΟΣ Εύχομαι σε καλό να βγούν, ω πρόμαχοι των εστιών μας, και κείνοι ας βλαστημούν° κι όπως περήφανα καυχιούνται με μανιωμένα φρένα, έτσ’ ας τους δη κι ο Δίας ο εκδικητής με βλέμματα ωργισμένα. ΑΓΓΕΛΟΣ Τέταρτος τις γειτονικές κρατόντας πύλες της Όγκας Αθηνάς, με αντάρα στέκει εμπρός των του Ιππομέδοντα η κορμοστασιά η μεγάλη.

Έτσ' είπε, κι' αναχώρησε· κι' αυτού τον άφσ' εκείνον, Διά την ευμορφόζωνην γυναίκα θυμωμένον, Που του την πήραν στανικά. — Λοιπόν ο Οδυσσέας, Την εκατόμβην 'πάγοντας, έφθασεν εις την Χρύσαν. Και όταντον πολύβαθον λιμέν' αυτοί εμβήκαν, Τα μεν πανιά τα μάζωξαν, τα 'θέσαντο καράβι, Το δε κατάρτ' απόθεσαν εις τον καταρτοδόχον, Με τους προτόνους παρευθύς αφίνοντάς το κάτω.

Όντας μου τάλλεε βολετό δεν ήταν πέτρα να ήμουν; — Τους ελυπήθηκε ο Θεός γιατ' ήταν νιοι κ' οι δυο τους Κ' έτσ' έγεινε ο βοσκός πουλί κ' η κόρη αυτείνα η πέτρα.

Μα αυτό είναι μια σοβαρή πλάνη κι όποιος την πιστεύει δεν έχει γνώση της πιο τέλειας φόρμας της Κριτικής, που εις την ουσία της είναι καθαρά υποκειμενική και γυρεύει να φανερώση το δικό της κι όχι ξένα μυστικά. Γιατί η υψηλή Κριτική την Τέχνη δεν την παίρνει για να την εξηγή, παρά για να πη απλώς τις εντυπώσεις που της κάνει. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Αλλά έτσ' είναι πράγματι;

Αλλ' αίφνης προχωρήσασα μικράν ακόμη εγείρει τους οφθαλμούς της και θεωρεί το φοβερόν και παντέρημον ερείπιόν της, κατάφωτον, απαστράπτον, φωταγωγούν τον λιμένα ολόκληρον. Το δέος καταλαμβάνει αυτήν πλέον πραγματικώς. Ίσταται αποτόμως και τρίβει τους οφθαλμούς της. — Τα μάτια μ' κάνουν έτσ'; — Τι είνε, μαννού; ερωτά η νεάνις.

Ούτε σηκώνει του λοιμού προτού τα βαριά χέρια, Ως που δεν παραδώσομεν την μαυρομμάταν κόρην, Άλυτρην, αναγόραστηντον ποθητόν πατέρα, Κ' εις Χρύσαν δεν προσφέρομεν αγίαν εκατόμβην· Και τότε να ελπίσωμεν πως τον εξιλεούμεν. Έτσ' είπ' αυτός, και κάθησε.