United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα είχε ένα παράξενο κουσούρι Δεν έδινε μια πεντάρα για τον άλλον άνθρωπο, ούτε τον έπαιρνε ποτέ στο στόμα του, όσο ήτανε ζωντανός. Ούτε καλό, ούτε κακό είπε ποτέ του για κανέναν. Ό,τι και να γινότανε στο νησί, ότι και νάκανε άντρας ή γυναίκα, ήτανε καλά καμωμένο. «Τι να σου κάνη ο άνθρωπος; Έτσι ήτανε...» κ' έκοβε την κουβέντα.

Από πάνω ο βράχος του Φιλοπάππου που, ό,τι κρύο και νάκανε τώρα το χειμώνα, τους βαστούσε το Βορριά και τραβούσε όλες τις αχτίδες απάνω του και σαν έκανε καλωσύνη μύριζε πέτρα λιασμένη και μοναξιά βουνίσια και γαϊδουράγκαθο διψασμένο.

Η μοίρα του, αυτή η στρίγλα κι η στραβομούτρα, αυτή είταν αφορμή σ' όλη τη δυστυχία του. Ε! τι να γίνη, πάλι, με το Θεό δε μπορεί να πιαστή κανείς. Ό, τι θέλη ο Μεγαλοδύναμος. Α! και νάκανε αρσενικό απόψε η φαμελιά του! θα ξανάνιωνε. Μπα και γύρεζε σε γούρι το καλωσόρισμά μου απόψε...

Μ' τι ήταν τούτ’ ωρέ Καράλ'! Σα διατάν' μώμοιαζαν όλοι ντυμέν' έτσι. Σαν εκείνους π' γλέπω τ' Λαμπρή 'στν' Αγιά-Παρασκευή 'στν' εκκλησιά, πώχουν ζουγραφσμέν' την κόλασ'. Κ' εκείν' οι δρόμ', κ' εκείνα τα σπίτια; Μπα, Θε μ', φύλαξέ με!» Κ' έκαμε το σταυρό του ο άνθρωπος. «Μωρέ πώς ζαν έτσ' απανουτοί, πώς παίρνουν αέραΈλεγε. Ο Καράλης γέλαε, τι νάκανε.

Έσκιζαν τον ήσυχον αέρα σκληρές οι σφυριξιές τους. Έσερναν ανυπόμονα τα πόδια τους χάμου, κ' εσήκωναν νέφαλα τα χώματα στο σκοτάδι. Λίγο νάκανε πως έγερνε την πόρτα απάνω αέρας, κ' εγλυστρούσε λίγο φως στο χαγιάτι όξω, δαιμονικό κάτω τάπιανε. — Νάτη, ρε! — Νάτη! νάτη! — Άνοιξ' η πόρτα!... — Θα βγη, ρε; — Βγαίνει, ρε· να, δε βλέπεις;... Άφξαινε η ποδοχαλή. Άφξαινε το σούσουρο.

Είταν πολύ μενανοιωμένος, αλλά τι νάκανε; Σκέφτηκε να ματαξανασυμφωνήση γι' άλλα εφτά χρόνια και να πάρη τέλος εκατό φλωριά και να γυρίση στο σπίτι του μια για πάντα, αλλά ακολουθώντας την συμβουλή του πατρός του, αποφάσισε να γυρίση πριν γεράση κι' έτσι έδωκε το χέρι να αποχαιρετήση τον αφεντικό του. Εκείνη τη στιγμή ο αφεντικός του τού είπε: — Στάσου μια στιγμή....