United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Δημητράκης χάλασε ανυπόμονα τις σφραγίδες του, έκοψε τα δεσίματα, έσκισε το τύλιγμα κ' έβαλε τις φωνές. — ΕλπίδαΕλπίδα· έλα να χαρής. — Τ' είνε; τι τρέχει; τον ρώτησε κείνη ανεβαίνοντας τη σκάλα. — Ο Αλαμάνος μας στέλνει το βιβλίο του· να το. Μωρέ το σκυλί! πότε το κατάφερε κιόλας! Κ' έδειξε στην κόρη ένα μεγάλον τόμο από δυο χιλιάδες σελίδες σχήμα όγδοο.

Η εκκλησία με τις αρχαίες κολώνες της μυρτοστολισμένες, έδειχνε χαρά μεγάλη· φαινόταν να στην πόρτα πως περίμενε τον ερχομό του. Το καμπαναριό έχυνε κλαγγή ακατάπαυτη σα να τούλεγε ανυπόμονα έλα! — Γκλανγκλαν!... γκλανγκλαν!... γκλανγκλαν!... Η λιτανεία σκόρπισε αμέσως.

Τα όρνια εμυριστήκανε το σκοτωμό που θάρθη Και γρούζουν ανυπόμονα τροχίζοντας τα νύχια, Και συ, κοιμάσαι σαν αρνί!... Θανάση, σε ζηλεύω!.. — Δεν έχω πέτρινη ψυχή. Του κόσμου τη λαχτάρα Μέσα στη φλέβα της καρδιάς σα σίδερο λυωμένο Τη νοιώθω π' αναδεύεται και με σαρακοτρώγει. Συχώρεσέ με, Πανουριά. Πρώτη φοράν απόψε Αφ' ότου ζώνω τ' άρματα μ' εξάφνισε τ' Αστέρι. Μη μώχετε βαρύγνωμο.

Τό νύχι αιμάτωνε μεςτο στουρνάρι Έχωσε τάρματα και το ψωμίτο λείψανο έστρωσε χλωρό γρυπάρι, Το μνήμα εσφράγισε, σκύφτει, φιλεί. Βαστά το δάκρυ του, το καταπίνει Δεν εξανάσαινε μην προδοθή, Κυττάζει ολόγυρα, πετιέται, χύνει, Τρέμειτον πόλεμο μη δε βρεθή. Βλέπει το Τρίκορφο σφίγγεται, φτάνει Το λιανοτούφεκο πέφτει πυκνό. Σέρνειτα δόντια του το γιαταγάνι Ρουφά ανυπόμονα φλόγα, καπνό.

Οι δύο μας στο κάσαρο του «Αϊνικόλα» εκουτσοπίναμε χιώτικη μαστίχα κ' ερρουφούσαμε το τσιμπούκι, προσμένοντας ανυπόμονα το φαγί. Τρεις ημέρες τόρα μας έδενεν εκεί, τον «Ταξιάρχη» το μπρίκι μου και το μπαρκομπέστια του καπετάν Τραγούδα κουραστική γαλήνη. Αλλά δεν είμαστε μόνοι. Μπάρκα, γολέτες, σκούνες, μπρίκια, τρεχαντήρια, νάβες έστεκαν σκόρπια εμπρός στην Τρωάδα. Κάπου τριάντα κομμάτια ολάρμενα.

Ήταν η ώρα τους που θάγερναν το κοπάδι τα βόιδα στο χωριό, από τα βουκουλιά οι βοϊδολάτες κάτω. Κ' επρόσμεναν εκείνοι ανυπόμονα, ρίχνοντας λοξές ματιές, πότ' ο ένας πότ' ο άλλος μες από τις ελιές, κατά τον κάμπο, πέρα στα λιβάδια. Όσο έγερνε τόρα αργός, καμαρωτός ο ήλιος ολοένα προς τη δύση του, τα τσιντζίρια μες τις ελιές, εδυνάμωναν το τσιριχτό το τραγούδι τους.

Εφανταζόμουν τη χαρά που θα πάρη, πώς θα λογαριάζη μίαμία ανυπόμονα τις ημέρες.

Από τα λόγια του κι από τα φερσίματαμπορεί κι από τ' άγνωστα περασμένα τουείχε καταντήση σεβαστός και πολυζήτητος. Μόλις τον είδαν κι ανάσαναν όλοι· σκέφτηκαν πως δίχως άλλο θα τους βγάλη από τη στενοχώρια. Παραμερίσανε για να ιδή το κόνισμα. Εκείνος μόλις το είδε σούφρωσε τα χείλη του και γύρισε τις πλάτες. — Λοιπόν; ρώτησαν δυοτρεις ανυπόμονα.

Αλλ' αυτές η εικόνες δεν έκαναν αίσθησι στον παππά Συνέσιον. Εγύριζε πίσω του και έβλεπε ανυπόμονα, ωσάν κάποιον να επερίμενε. Και αλήθεια, ύστερ' από κάμποση ώρα εφάνηκε ο Γιάννης ο Σερέτης οπού και ήλθε και εκάθησε κοντά στο γούμενο. Το υποκείμενον αυτό είνε αξιοπερίεργος τύπος, παράξενος και πρέπει να τον περιγράψωμε για να δώσωμε μια κάποια ιδέα στον αναγνώστη.

Αυτό όμως δε γινότανε συχνά κι αν έστριβα λιγάκι μόνο το κεφάλι, έβλεπα αμέσως τα γαλανά μάτια του να ζητούν ανυπόμονα τα δικά μου. Και τότε είμουνα χαμένος. — Τι θέλεις, Σβεν; έλεγα. Και νόμιζα πως έπρεπε να φανώ αυστηρός, ήξερα όμως πως δεν το μπορούσα. Τότε μου έδειχνε ένα άνθος ή ένα πετραδάκι ή κατιτίς άλλο σπάνιο πράμα. Και παράδινα τα όπλα.