United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανοιγμένη η εκκλησιά σαν ξαναφάνηκε. Μπήκανε μέσα κ' οι τρεις τους. Έκαμαν το σταυρό τους και φίλησαν το κόνισμα του Άγιου. Έδειχνε το δρόμο ο Εφημέριος, ακολουθούσε ο Πανάγος, κατόπι ο Μιχάλης. Πήγαν ως μπροστά στο Ιερό. Στάθηκαν οι δυο οι λεβέντηδες απέξω, αμίλητοι. Κοίταζε ο Πανάγος κατά το Ιερό, που έμπαινε μόνος του ο Παπάς.

Ν' αγριέψη ο κόσμος και νάχουμε φασαρίες!.. Έτρεξε πίσω από τους παπάδες, δίπλα στο κόνισμα κ' έδειχνε μεγάλη κατάνυξη. Όταν φώναζε το πλήθος το «Κύριε ελέησονάνοιγε το στόμα, το φώναζε κ' εκείνος δυνατά, ρυθμικά και μονότονα. Μόλις άρχιζαν τα σταυροκοπήματα, τ' άρχιζε κ' εκείνος και δεν έπαυε αν δεν έπαυαν πρώτα οι άλλοι.

Σάββατο βράδι που χόρευε ο γονιός το χοντρομπαλάτο μαξούμι του απάνω στα γόνατά του, και παρατούσε τον αργαλιό της η λιγερή, για ν' ανάψη το καντήλι της εμπρός στο κόνισμα του σπιτιού· το κόνισμα με την Παναγία και τα στέφανα των γονιών της, καπνισμένο από τόσων χρόνων καπνό, που τον είδαν ν' ανεβαίνη αγάλι' αγάλι' στα δοκάρια της στέγης, πότε χαρούμενα και πότε κλαμένα τα μάτια της φαμελιάς.

Ούθε το πρώτο μου παπούτσι!... ούθε το πρώτο μου παπούτσι! ... φώναξε δυνατά ο Αρλετής. Ο αντίλαλος του νάρθηκα αδερφώθηκε και κείνος με τη βάναυση φωνή του ψάλτη. — Παπούτσι.... παπούτσι!... — Ελάτε, ρε παιδιά· βοηθάτε να τελειώσουμε· είπε ο Αρλετής πιάνοντας το κόνισμα. Κανείς δεν έσκυψε· όλοι έμειναν άφωνοι, τηράζοντάς το σα να ζητούσαν τη γνώμη του.

Μα όλοι αυθόρμητα κάνουν το σταυρό τους, σκύβουν το κεφάλι, μια φωνή και μια ψυχή φωνάζουν κάθε τόσο ρυθμικά και μονότονα : — Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον! — . Όταν η λιτανεία έφτασε κοντά στον Τσαϊπά, σήκωσε κ' εκείνος το χέρι να κάμη το σταυρό του. Μα δεν τελείωσε. Το κόνισμα του φάνηκε παράξενο· κάθε άλλο παρά κόνισμα.

Όλα μέλιγάλα τάβρισκε κ' οι χωριάτες ήταν ενθουσιασμένοι μαζί του. Τέλος πάντων! να που βρέθηκε κ' ένας άνθρωπος για τη φτώχια. Δεν έβλεπαν την ώρα πότε νάρθη σε ηλικία για να τον βγάλουνε βουλευτή. — Μωρ' τι νε τούτο! τον ρώτησε ο Τσαϊπάς μόλις τον είδε κοντά του. — Ξέρω κ' εγώ· έκαμε κείνος ανασηκώνοντας τους ώμους· ξέρω κ' εγώ; Μα κόνισμα βέβαια δεν είνε. — Και δεν το λες λοιπόν!

Άνοιξαν τότε την εκκλησιά, έσπασαν τις εικόνες, αναποδογύρισαν την Άγια Τράπεζα ως που βρήκαν το κόνισμα. Και πού το βρήκαν θαρρείς ; Κάτου από ένα σωρό κλήματα. Εκεί τόχε πεταμένο η ευλάβεια των καλόγερων! Η αλήθεια είνε πως μόλις το ίδαμε στο φως, όλοι σταθήκαμε δίβουλοι. Μα για μια στιγμή· έπειτα το άρπαξαν στα χέρια, έβαλαν τους παπάδες μπροστά και να μας. Ούτε ξέρουμε τι κάνουμε.

Επήρε το κορίτσι του καπετάν Λυμπέρη, τη Χ., που είνε ως ένδεκα χρονών, καθαρό, αθώο, όπως της είπε η Γκότσαινα, και της έβαλε το 'κόνισμα στα χέρια, κ' εκάθισε, και το κύτταζε, μιαν ώρα. Κ' ύστερα την ερωτά· τι βλέπεις; Και της είπε· βλέπω το καράβι που αρμενίζει με πρύμον καιρό, με τα πανιά φουσκωμένα, κι' ο καπετάνιος στο τιμόνι· κατά 'δώ έχει την πλώρη.

Άλλοι κρατούν κεριά, άλλοι σε κεραμίδες θυμίαμα κι άλλοι λάδι στις μποτιλίτσες τους. Σκύβουν ταπεινά, σταυροκοπούνται, δακρύζουν οι γριές κι όλοι κυττάζουν, ξανακυττάζουν το κόνισμα. Κανείς δεν ξέρει τι άγιος είνε· κανείς δε νοιώθει τι θάμα παρασταίνει.

Άι μ' Νικόλα μ', που σ' έχω γείτονα, ούτε σου έφερα ποτέ κερί και λιβάνι . . . αχ! καμμιά φορά έκλεψα κανένα σπίρτο ή κανέν απόκερο από μέσ' απ' το εκκλησιδάκι σου, μπροστά στο κόνισμά σου, οπού συ έκανες πως δε με γλέπεις . . . για να κυνηγώ της νυχτερίδες και τα κουκουβαγιόπουλα τη νύχτα . . . μη με ξεσυνερίζεσαι, και φέρε γλήγορα τον πατέρα μου πίσω . . . και να μη βαρυγνωμά που δεν πήγα μαζί του . . . κ' εγώ να σου φέρω άλλα τόσα, κι' άλλα τόσα, κι' άλλα τόσα, όσα σπίρτα και κεριά σου έκλεψα.