United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνο ο Τζατσίντο δεν χόρευε. Καθισμένος πλάι στην τοκογλύφο κουνούσε τα χέρια ανάμεσα στα γόνατά του, χλωμός και κουρασμένος. Ο Έφις στ μεταξύ άκουγε τις γυναίκες να φλυαρούν για το ποιος ξόδεψε εκείνη την ημέρα περισσότερα χρήματα και διασκέδασε περισσότερο και κάποια είπε: «Ο ντον Πρέντου». «Όχι, ο ντον Τζατσίντο. Ξόδεψε περισσότερες από τριακόσιες λιρέτες. Είναι πλούσιος.

Και πάλιν, όταν καμμιά φορά ήθελε να το χορέψηόταν ήτανετα καλά της και το λυπότανε, λέει, το έπιανεν από τα δυο χεράκια του, με δυο μικρά-μικρά ποδαράκια και με μια κεφάλα σαν φλάσκα, και το χόρευε με το ίδιο φοβέρισμα πάλιν αντίς για τραγούδι έλεγε: Παπα-Δράκος να σε φάη! Παπα-Δράκος να σε φάη!

Είχανε θεάματα, ιπποδρόμια, θεριομανίες κι άλλα τέτοια. Εκεί λοιπόν πήγαν οι δυο μεγαλήτερες αδερφάδες να βρούνε πόρεψη. Εκεί η μικρή η Θεοδώρα, φορεμένη πουκαμισάκι μανικωμένο σα φτωχοπούλα που είταν, έκαμνε «μούτρα» κι άλλα γελαστικά παιχνιδάκια σάνε χόρευε η αδερφή της η Κομιτώ.

Έτσι της έλεγε ο σκοπός του Λανσιέ, μα το ίδιο της έλεγαν και του Νίκου τα μάτια, καθώς χόρευε στην αγκαλιά του, πούταν καρφωμένα απάνω της και τα αισθανότανε να λάμπουνε σαν άστρα απάνω στα μαλλιά της και μέσα της να καίη η αντιφεγγιά τους. . . Τo στόμα του ήτονε μισάνοιχτο κ’ έφεγγαν τα δόντια του και στο πρόσωπο της φυσούσε η ζεστή πνοή του!

Κι ακολουθούσε από κοντά συγκρατούμενη η λεβεντιά των χωριών, αντρειωμένοι παλληκαράδες και ροδοπρόσωποι, που τους τραγουδούσαν· γιατ' οι Αρβανίτες δεν ήξεραν τα ρωμέικα τραγούδια να ειπούν, και το χορό πώσερναν, τον έσερναν κι αυτόν μηχανικά κι όπως ήθελαν. Κ' έφερνε κάθε τόσο τους γύρους της από στόμα σε στόμα η πλόσκα με το κρασί, σα να χόρευε κι αυτή ανάμεσα στους πανηγυριστάδες.

Με γέμιζε μ' ένα αίστημα, ιερό μπορώ να πω, και μπρος σ' αυτά χανόντανε όλα τάλλα. Το πλοίο χόρευε απάνω στην ταραγμένη θάλασσα και μπρος στην πλώρη του, ξεχώριζε η σκιαγραφία ενός μακριού νησιού, που σημαδευότανε σ' ένα βάθος από σύννεφα που κυνηγούσαν ένα τάλλο.

Μια προπάντων, χοντρή σα δέκα απ’ τις εγγόνες της που χορεύανε γύρω της, ήτονε θεός να τηνέ βλέπης: τρανταζόταν ολόσωμη σα βαρέλα ξεχαρβαλωμένη και τα προγούλια της πηγαινόρχουνταν πέρα- δώθε σα λάστιχα, μα το πρόσωπο της, κάτω από τις ζάρες και τις κρεατοελιές, άστραφτε από χαρά και νιάτα-ναι από νιάτα, γιατί εκείνην την ώρα ήτονε δεκαεννιά χρονών: σωστά δεκαεννιά χρονών- ούτε μια μέρα παραπάνω . . . Να κ’ ένα κουκλάκι μια σπιθαμή, με κάτι γαμπίτσες ψιλούλες σαν τα καλαμάκια μες τις άσπρες κάλτσες: η κόρη του δασκάλου, τεσσάρων πέντε χρονών, που τη χόρευε ένας αψηλός νέος, πρώτος χορευτής, σκυμμένος ίσαμε κάτω και κρατώντας την απ’ τα δυο τα χεράκια, όπως χορεύουν τα κορίτσια τις κούκλες τους μες τις αυλές.

Σταμάτησε όμως στην είσοδο της εκκλησίας, κοίταξε προς τα επάνω και έβαλε μια φωνή. Όλοι έτρεξαν να δουν. Ήταν το καινούργιο φεγγάρι που γλιστρούσε πάνω στον τοίχο της αυλής σαν να ήθελε να κατέβει εκεί μέσα. Μετά το δείπνο ξανάρχισαν τα τραγούδια και οι φωνές γύρω από τις φωτιές. Ακόμη και ο ντον Πρέντου χόρευε κάνοντας ευτυχισμένες όλες τις γυναίκες που έλπιζαν να τις διαλέξει.

Αφ' ης ώρας ο ιερεύς προ του βωμού ήνωσε τας χείρας των, ψάλλων το &Ησαΐα χόρευε&, αν και δεν εννόει τας λέξεις, εγνώριζεν ότι αυτή ήτο του Στάθη, εις αυτόν ανήκεν η ψύχη και το σώμα της, πάσα σκέψις της και πάσα υποταγή. — Όλα! εψιθύριζεν από ώρας εις ώραν. Η λυγερή δεν ησθάνετο καθόλου όρεξιν να φάγη. Έρριψε τα στρώματα επί του εδάφους και ηπλώθη να κοιμηθή.

Όχι, εκείνη δε χόρευε, δε γελούσε, της ήταν αρκετό όμως να βλέπει τους άλλους να διασκεδάζουν επειδή είχε την ελπίδα ότι θα μπορούσε κι εκείνη να πάρει μέρος στο πανηγύρι της ζωής. Τα χρόνια όμως περνούσαν και το πανηγύρι της ζωής γινόταν μακριά από το χωριουδάκι, κι έτσι η αδελφή της η Λία, για να μπορέσει να πάρει μέρος σ’ αυτό, το ’σκασε από το σπίτι...