United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε κατελθών απέστειλε την φιάλην της ζαμάικας προς τους ναύτας ταυ «να ξαποστάσουν», αποφασίσας αυτός τέλος να κοιμηθή «αγκαλιά με την λύπην του», αδυνατών «ν' αγρυπνήση» με τον φαιδρόν των ναυτών του κύκλον.

ΡΩΜΑΙΟΣ Πηγαίνομεν βιάζομαι να γίνη ο σκοπός μου. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Σιγά σιγά και γνωστικά. Σκοντάπτει όποιος τρέχει. Οδός. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Πούτον διάβολον να είναι αυτός ο Ρωμαίος; — Δεν επήγεν να κοιμηθή την νύκτα; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Δεν επήγεν εις του πατρός του. Μου το είπεν ο άν- θρωπός του. ΜΕΡΚΟΤΙΟΣ Αυτή η σκληρόκαρδη Ροζαλίνα με το χλωμόν της το πρόσωπον τον κατατυραννεί και 'πάγει να τον τρελ- λάνη.

Λαβών δε έπειτα το κλειδί του σπιτιού του διά να κοιμηθή εκεί την νύκτα, εξήλθε και επανεύρε διαφόρους φίλους του και ήρχισαν να περιέρχωνται τα σπίτια. Παντού εύρισκαν πλουσίας τραπέζας, τραγούδια και χορούς. Ο Μανώλης και οι φίλοι του έπιναν κατά κόρον. Μερικοί είχαν μεταμφιεσθή προχείρως.

Ο παππά Συνέσιος αγρυπνούσε μονάχος. Η μάννα του είχε τραβηχτή στην κάμαρά της, το δε καλογεράκι, αφού τον υπηρέτησε στο τραπέζι, επήγε κι' αυτό να κοιμηθή κατά διαταγή του. Για να μην του αποφαίνεται η ώρα επήρε ένα μάτσο κλειδιά κ' εκάθησε κοντά στο παράθυρο για ν' ακούη καλλίτερα κάθε εξωτερικό κρότο.

Βεβαίως ο ύπνος δεν είναι οιαδήποτε αδυναμία του αισθητικού, διότι, ως προείπομεν, αναισθησίαν προξενούσι και η παραφροσύνη και ο πνιγμός και η λιποψυχία• ενίοτε δε και δύναμις φανταστική ισχυρά ευρέθη εις λιποθυμήσαντας. Τούτο όμως έχει δυσκολίαν τινά• διότι, αν ο λιποθυμήσας δύναται να κοιμηθή, δύναται και η φαντασία αύτη να είναι όνειρον.

Οι σπίνοι και οι πυρρουλάδες αποσπάσθησαν να πάγουν να της φέρουν κεράσια, ζίζυφα, βατόμουρα και φραγκοστάφυλα να δειπνήση, ενώ τα σπουργίτια και οι πετρίτες της ετοίμαζαν μαλακό στρώμα από καστανόφυλλα, μέντα και λεβάντες να κοιμηθή.

Επανέφερεν εις την θέσιν των τους ασκούς του οίνου, όσους είχε χρειασθή να παραμερίση, τους ετοποθέτησε λίαν επιδεξίως άλλους επ' άλλων, διά να κρύψουν καλώς τας οπάς εις τα κάτω, δεν ελησμόνησε να σκουπίση και να κάμη άφαντα τα πριονίδια ή τα μικρά ψήγματα του ξύλου, εμάζωξε τα τριβέλια του, έσβυσε το κλεπτοφάναρον, και πατών και πάλιν ελαφρά, ανυπόδητος, επανήλθεν εις το μικρόν φελουκάκι του, το οποίον είχε δέσει εις το πορτέλλο της γολέττας, και απήλθε να κοιμηθή . . . Τις οίδεν αν έκαμε και τον σταυρόν του πριν πλαγιάση.

Επέρασε μία ώρα επάνω κάτω και είπαν εις τον Ρούντυ, ότι εγλύτωσαν, ότι ημπορεί να κοιμηθή, και αυτός κουρασμένος από την πορείαν απεκοιμήθη, όπως θα εκοιμάτο κατά στρατιωτικόν κέλευσμα. Το πρωί εξεκίνησαν πάλιν· ο ήλιος εφώτιζε κατά την ημέραν αυτήν διά τον Ρούντυ νέα βουνά, νέους Παγώνας, νέα χιονοπέδια.

Μαζή με την τελευταία φράση σηκώθηκε· κιόπως είχε ριγμένο πάνω της ένα μαύρο καπότο, το όλο της μου φάνηκε θλιβερώτερο παρ' όταν την έβλεπα να κάθεται. — Πρέπει να πάω μέσα, είπε. Η μάνα μου κοιμάται. Με τα βάσανά μου δεν την αφήνω την κακορίζικη να κοιμηθή νύχτα και μέρα κιόπου βρεθή την παίρνει ο ύπνος. Δε θέλω να ξυπνήση, να δη πως είμ' όξω και στενοχωρηθή.

Κι αυτός αφού γίνηκε έξωφρενών, δεν κοτούσε να το ειπή στον πατέρα· κ' επειδή δε μπορούσε να το υποφέρη, σαν μπήκε στον κήπο, εθρηνολογούσε, λέγοντας: — Ω σκληρό βρέσιμο! πόσο καλύτερο μου ήτανε να βόσκω! πόσο πιο καλότυχος ήμουνα όντας δούλος! τότε έβλεπα τη Χλόη· μα τώρα ο Λάμπης, αφού μου την άρπαξε, φεύγει· κι άμα νυχτώση θα κοιμηθή μαζί της· κ' εγώ πίνω και διασκεδάζω και του κάκου ορκίστηκα στον Πάνα και στα γίδια και στις Νύμφες.