United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επέρασε μία ώρα επάνω κάτω και είπαν εις τον Ρούντυ, ότι εγλύτωσαν, ότι ημπορεί να κοιμηθή, και αυτός κουρασμένος από την πορείαν απεκοιμήθη, όπως θα εκοιμάτο κατά στρατιωτικόν κέλευσμα. Το πρωί εξεκίνησαν πάλιν· ο ήλιος εφώτιζε κατά την ημέραν αυτήν διά τον Ρούντυ νέα βουνά, νέους Παγώνας, νέα χιονοπέδια.

Άλλη ημίσεια ώρα μέχρις ου στραιολογήσωσιν ως κωπηλάτας πορθμείς ή αλιείς εκ της προκυμαίας, των οποίων αι λέμβοι, δίκωποι ή τετράκωποι και βαρείαι ούσαι, δεν εκρίνοντο κατάλληλοι διά την καταδίωξιν, — και μέχρις ότου συνεννοηθώσιν όλοι, και είνε όλοι σύμφωνοι να εκπλεύσωσι. Τέλος επέβησαν της σκαμπαβίας, ο κυρ-Μοναχάκης έβδομος εκάθισεν εις το πηδάλιον, και εξεκίνησαν.

Τουλόου σ' θα το βαφτίσης, κουμπάρα! . . . Τι κρίμα που δεν μπορώ κ' εγώ νάρθω, να γείνω νουνά. — Ας είσαι καλά, συντέκνισσα, είπεν η γραία. Μου έχεις βαφτίσει δύο παιδιά απ' το λαιμό σου, και τα δυο ζούνε . . . Τώρα εγώ θα κάμω τη νουνά. Επήγαν μέχρι του ενοριακού ναού, είτα εξεκίνησαν.

Και βλέπω αίφνης τον άνδρα και την γυναίκα να πίπτουν κάτω, ως νεκροί, το δε Φάσμα ν' ανοίγη τα κρανία αμφοτέρων, και ν' ανταλλάσση τους εγκεφάλους. Και εις της γυναικός το κρανίον, θέτει τον εγκέφαλον του ανδρός· εις δε το κρανίον του ανδρός, της γυναικός τον εγκέφαλον. Τα πάντα ετελείωσαν, και οι δύο αναίσθητοι ηγέρθησαν και εξεκίνησαν.

Κατά το μεσονύκτιον εξεκίνησαν με καμάκια, σκάλες και σχοινιά· Ο δρόμος επερνούσε ανάμεσα από δάσος και λόχμην, επάνω από κυλιομένας πέτρας, πάντοτε προς τα επάνω, προς τα επάνω, μέσα εις την σκοτεινήν νύκτα. Το νερό έβραζε κάτω παφλάζον, νερό εκελάρυζε επάνω, υγρά σύνεφα έτρεχαν εις τον αέρα.

Αγοράζουσιν ενίοτε, αλλ' εν παρέργω ή εν εσχάτη ανάγκη· ένα πήχυν ίσως ταινίας οιασδήποτε ή ημίσειαν δωδεκάδα κομβίων, αν μετά δίωρον βάσανον του δυστυχούς εμπόρου και ατελείωτον λογοκοπίαν αισθανθώσι το ερύθημα της εντροπής· ή ακριβώς μεν εκείνο, διό εξεκίνησαν πρωί από της οικίας των, αλλά μετά πεντάωρον ριζικήν ανασκάλευσιν όλων των εμπορικών καταστημάτων από του πρώτου μέχρι του τελευταίου.

Είπε και τ' όπλα εζώσθηκαν, εκείνοι του Οδυσσέα οι τρεις και αυτός, και ομού τα έξ' αγόρια του Δολίου· τότ' ο Λαέρτης ζώσθηκε τα όπλα και ο Δολίος. ασπρόμαλλοι πολεμισταίς, ως το καλούσ' η ανάγκη. και τ' άρματ' αφού ζώσθηκαν, οπ' έλαμπαν, ανοίξαν 500 την θύρα κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα.

Έμελλον να διέλθωσιν από την αγοράν, καθότι ο Πετρώνιος ήθελε να περάση από το χρυσοχοείον του Ιδομενέως. Οι γιγαντόσωμοι Αιθίοπες εσήκωσαν τα φορείον και εξεκίνησαν, προπορευόμενων των δούλων. Ο Πετρώνιος ερρόφα εις τας παλάμας του την οσμήν της ιεροβοτάνης και εφαίνετο σκεπτικός.

«Είστ' έτοιμοι; πάμεΔύο των αιπόλων έσπευσαν να φορτώσωσι τα ιερά, ως και τα καλάθια των ποιμενίδων τα περικλείοντα εορτάσιμά τινα εφόδια, εις πέντε ή έξ ονάρια, ο ιερεύς επέβη εις το έβδομον, και οι άλλοι πεζοί, οι μεν κρατούντες τας λαμπάδας των αναμμένας, με την αριστεράν, προσπαθούντες, με την δεξιάν, να σκεπάσωσι την λαμπήν από της πνοής της απογείου αύρας, οι δε ανάψαντες μικρά φαναράκια, χρήσιμα εις τους αιπόλους διά τους νυκτερινούς επαυλισμούς και τους αμολγούς των αιγών των, εξεκίνησαν κατερχόμενοι προς βορράν, είτα εστράφησαν ανατολικώτερον, βαίνοντες διά κακοτοπιάς εφ' ης δεν θ' αντείχον άλλοι πόδες παρά τους ιδικούς των, ελαφρά πατούντες με τα τσαρούχια τα περιβάλλοντα τους ευκινήτους πόδας των, βιάζοντες τα γαϊδουράκια να τρέχωσι, σύροντες μάλλον αυτά εις τον δρόμον, τοποθετούμενοι εξ αριστερών ως έμψυχα δίκρανα, προς υποστήριξιν των φορτωμένων υποζυγίων εις τα κρημνωδέστερα μέρη.

Τέλος αι δύο λέμβοι, αι φέρουσαι τους υποψηφίους, εξεκίνησαν διά να εισπλεύσωσιν εις τον λιμένα. Η βάρκα του Μανώλη με τους δύο συντρόφους του είχε γείνει άφαντος ήδη. Το δε κόττερον, εφ' ου είχε μείνει μόνος ο κυβερνήτης του, ήρχετο τελευταίον. Ο καπετάν-Νικολάκης «ήτο φούρκα» ιδών ότι έχασε το ελπιζόμενον φιλοδώρημα, και ότι εγκατελείφθη υπό του Βατούλα.