United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο ασκητισμός προέρχεται εκ διαφόρων αιτίων. Δυνατόν να προκύπτη εκ της οιήσεως του κυνικού, όστις θέλει να ευρίσκεται μακράν παντός ανθρώπου· ή από τον αηδή πλέον κόρον του επικουρείου, όστις ποθεί να εύρη καταφύγιον, όπως προφυλαχθή και από τον ίδιον εαυτόν του· ή από τον εγωιστικόν τρόμον του φανατικού, του σκοπούντος μόνον την ιδίαν σωτηρίαν.

Και αν συναντήσης τινά, να ομιλής περί του εαυτού σου μετά θαυμασμού, ν' αυτοεπαινήσαι κατά κόρον και να γίνεσαι φορτικός εις τον συναντώμενον. «Τι είνε ο Δημοσθένης απέναντί μου;» Ή «ίσως διαγωνίζομαι προς ένα εκ των παλαιών ρητόρων• τους συγχρόνους ούτε τους λαμβάνω υπ' όψιν» και τα τοιαύτα.

Είχε καταστή αυτόματον, και αι απαιτήσεις της νέας αυτής θέσεως, επιβάλλουσαι αυτή την τυφλήν υπακοήν, την ηνάγκαζον να ψεύδηται κατά κόρον διά λογαριασμόν άλλων. Επί τοσούτον δε προέβη το αξιόλογον τούτο προτέρημα, ώστε θαύμα θα ήτο αν η αδελφή Σιξτίνα κατώρθου ποτέ να είπη μίαν λέξιν αληθή, από αμνημονεύτων δε χρόνων δεν ηξιώθη να διαπράξη το σφάλμα τούτο.

Και πιούσα ύδωρ κατά κόρον ως διψασμένη, — αχ! πόσην δίψαν γεννά της ψυχής ο πυρετός! — ανεστέναξεν εκ βάθους και είπεν ως να ωμίλουν τα σπλάγχνα της: — Ό,τι κι' αν είνε, δεν το δίνω το σπίτι. Κατά την επιστροφήν των ουδένα συνήντησαν.

Οι επιβαίνοντες του μικρού τσερνικίου τρεις άνδρες δεν ήσαν βεβαίως ούτε άγιοι, ούτε φύσει κακούργοι. Ήσαν αμαρτωλοί, υποπεσόντες κατά κόρον εις τα συνήθη και κοινά παρά πάσι πταίσματα, ίσως και εις ολίγην λαθρεμπορίαν πλέον μικράς δόσεως ναυταπάτης. Εν τούτοις ο διάβολος, δεν είχε λάβει, φαίνεται, μείζονα παραχώρησιν, όπως βλάψη και εις τα σώματα τους ανθρώπους.

ΜΕΝ. Πρόσεξε, Χείρων, μήπως αντιφάσκης προς τον εαυτόν σου και ευρεθής εις την ανάγκην να είπης τα ίδια και διά τα εδώ. ΧΕΙΡ. Πώς δηλαδή; ΜΕΝ. Αν εις την ζωήν τα πάντοτε όμοια και τα ίδια σου έφεραν κόρον, και τα εδώ επειδή είνε όμοια ομοίως δύνανται να σου φέρουν κόρον, και τότε θα ευρεθής εις την ανάγκην να ζητής να μεταβής και απ' εδώ εις άλλην ζωήν, το οποίον μου φαίνεται αδύνατον.

Αφήνω τους Αιγυπτίους, οι οποίοι, αν και είνε οι πλέον εξ όλων δεισιδαίμονες, μεταχειρίζονται κατά κόρον τα θεία ονόματα και τα πλείστα ονόματά των προέρχονται εξ ουρανού. Ώστε δεν υπάρχει λόγος να φοβήσαι τον έπαινον• διότι και αν εις το σύγγραμά μου υπάρχη τι το βλάσφημον κατά του θείου, συ είσαι δι' αυτό ανεύθυνος, εκτός εάν νομίζης ότι και η ανάγνωσις συνεπάγεται ευθύνην.

Αφού έλεγε κατά κόρον ότι ήτο πτωχός, ίσως επεθύμει να κερδήση χρήματα. — Είσαι πτωχός, είπες; — Φτωχός... καθώς ο διάβολος, εψέλλισεν ο Τρέκλας. — Και θέλεις χρήματα; — Χρήματα; Ποιος τα έχασε; — Ορκίσου ένα πράγμα. — Τι; — Ότι δεν με είδες εκεί, είπεν αύθις μυστηριωδώς ο ξένος, και ότι δεν είσαι βαλμένος να μου πης ψέμματα.

Λαβών δε έπειτα το κλειδί του σπιτιού του διά να κοιμηθή εκεί την νύκτα, εξήλθε και επανεύρε διαφόρους φίλους του και ήρχισαν να περιέρχωνται τα σπίτια. Παντού εύρισκαν πλουσίας τραπέζας, τραγούδια και χορούς. Ο Μανώλης και οι φίλοι του έπιναν κατά κόρον. Μερικοί είχαν μεταμφιεσθή προχείρως.

Ενώ δε είνε τοιούτοι, περιφρονούν όλους τους ανθρώπους, περί δε των θεών λέγουν αλλόκοτα πράγματα και συναθροίζοντες ευπείστους και ευαπατήτους νέους ομιλούν προς αυτούς κατά κόρον περί της αρετής και τους διδάσκουν να κάμνουν συλλογισμούς σκοτεινούς και γριφώδεις.