United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ό Σωκράτης εκάθησε πρώτα και έπειτα είπεν: — Είθε, ω Αγάθων, η σοφία να ήτο κάτι το οποίον νάρθη από τον πλέον γεμάτον εις τον πλέον αδειανόν από ημάς, όταν ευρισκόμεθα εις επαφήν ο ένας με τον άλλον, όπως το νερόν των ποτηριών που τρέχει από το πλέον γεμάτον εις το πλέον αδειανόν διά μέσου των μαλλιών.

Του έκανε μερικές ερωτήσεις, στις οποίες σύντομα αποκρίθηκε και εκάθησε στο γραφείο του για να γράψη. Εκάθησαν έτσι μια ώρα μαζί και περισσότερο, σκοτάδι ολοένα γέμιζε τη ψυχή της Καρολίνας.

Και δα εκάθησε σιμάαυτόν τον δακρυσμένον, Και με το χέρ' τον χάδευσε, και είπεν· Αχιλλέα, Τι' κλαις, παιδάκι μου, και τι λύπ' ήρθετην καρδιά σου ; Λάλησε, μη το κρύβεσαι· για να ιδούμ' οι δυω μας.

Αφού απόθεσε το φόρτωμά του εις την αυλήν, ακλούθησε τον υπηρέτην του πλουσίου, ο οποίος τον έφερεν εις μίαν λόντζαν μέσα εις το περιβόλι, εκεί που ήταν όλοι οι καλεσμένοι καθήμενοι ολόγυρα εις ένα πλουσιοπαροχώτατον τραπέζι, στολισμένον με πολυποίκιλα φαγητά και ποτά· ο αυθέντης του συμποσίου τον εκάθησε πλησίον του εις το τραπέζι και τον επαρακάλεσε να συγχαρή και αυτός μαζί με τους άλλους εις το συμπόσιον και ο κόπος του δεν είναι χαμένος.

Αυτή λοιπόν, ω κυρία, είνε η ιστορία μου, έως που έφθασα εδώ. Τότε η Ζωηδία του έδωσε την ελευθερίαν διά να υπάγη· αλλ' αυτός την παρεκάλεσε να μείνη διά να ακούση και τας ιστορίας των άλλων· και λαμβάνοντας την άδειαν εκάθησε πλησίον του πρώτου.

Αλλ' η Αθηνιώ ελησμόνησεν άμα ακούσασα την σύστασιν της κυρίας της, και επειδή εις τας πεζούλας εκάθηντο τέσσαρες ή πέντε γειτόνισσαι, και γνωρίζομεν πόσον περισπούδαστος είνε η συνδιάλεξις των αέργων γυναικών, εκάθησε πλησίον αυτών και άφησε την μικράν Σοφούλαν να τρέχη.

ΦΙΛΟΣ. Τι σκέπτεται να πράξη άρά γε αυτός ο άνθρωπος; ΙΕΡ. Έβαλε ως δόλωμα εις το αγκίστρι ένα σύκο και χρυσάφι, εκάθησε επάνω εις το τείχος και εκρέμασε το αγκίστρι εις την πόλιν. ΦΙΛΟΣ. Τι σκοπόν έχουν αυτά, Παρρησιάδη; Μήπως σκέπτεσαι ν' αλιεύσης λίθους εκ του Πελασγικού; ΠΑΡΡ. Σιώπησε, Φιλοσοφία, και περίμενε να ιδής τι θα ψαρεύσω.

Ο Μπάρμπα-δήμαρχος ξεφορτώσας της κλάρες κάτω και δέσας το ονάριόν του εντός του χαλάσματος, εισήλθε κατάκοπος και εκάθησε χωρίς να ομιλήση, χωρίς να χαιρετίση καν. Η δε Θεια-Σταματίτσα ανοίγουσα εκ νέου την ομιλίαν επανέλαβε: — Χίλιες δραχμές πλειο, χαθήκανε! — Πού να της βρούμε, κυρά συμπεθέρα; Σαν είχα 'γώ χίλιες δραχμές, θα ξαναπανδρευόμουνα! Είπε γελών ο Μπάρμπα-δήμαρχος.

Άμα ο Αλκιβιάδης εκάθησε, ησπάσθη τον Αγάθωνα και περιέβαλε την κεφαλήν αυτού με τας ταινίας. Τούτων γενομένων, — Παιδιά, είπεν ο Αγάθων προς τους δούλους, λύσατε τα υποδήματα του Αλκιβιάδου διά να κατακλιθή εδώ μεταξύ των δύο. — Ευχαρίστως, είπεν ο Αλκιβιάδης· αλλά ποίος είνε ο τρίτος συμπότης μας;

Το αξίωμα όσα δίνει Στην υπόληψιν ενού, Μόνε λείψη τον αφίνει Μες το πλήθος του κοινού. Το προτέρημα χαρίζει Αναφαίρετη τιμή, Και τον κάνει να αχρήζη, Και παντού να ευδοκιμή. Σε δέντρο απάνω ο Κόρακας εκάθησε απετόντας, Στη μύτη του βαστόντας Μια γρούδα από τυρί. Η Αλουπού διαβαίνοντας Καταλαχού απέκει, Τον βλέπει· κοντοστέκει Η παραπονηρή.