United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είναι ως εκατό χρόνια που μήτε τους βλέπαμε μήτε τους πολυακούγαμε τους Γότθους. Θάμνησκαν ίσως έτσι τα πράματα, μόνε που ξεπρόβαλε νέος και φοβερός εχτρός από τα βορειανατολικά, οι πολυξάκουστοι οι Ούννοι. Έχουνε να πουν πως υπάρχανε οι βάρβαροι αυτοί από το δωδέκατο αιώνα πρι Χριστό κατά τα μέρη της Κίνας, μ' άλλο όμως όνομα. Αυτό εμάς αδιάφορο.

Δίχως καν αίμα κι' ήσυχοι ας μη μπαρκαριστούνε, μόνε ας αρπάξουν κι' ένα διο πληγέςκι' ας τις γλεντάνε στ' Άργος εκείαπό μυτερό κοντάρι ή από σαΐτα, ενώ πηδάν στα πλοία τους, που να μη βιάζεται άλλος 515 να καταπιάνεται άχαρους πολέμους με τους Τρώες

Τη ζωή θάχανε τότε ο γέρος, 90 μόνε τον είδε στη στιγμή ο θαρρετός Διομήδης και χούγιαξε αγριοκράζοντας βοήθια του Δυσσέα «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, πού φέβγεις έτσι σαν κιοτής και γύρισες τις πλάτες; Μωρέ ενώ τρέχεις, θα σου μπει κάνα κοντάρι πίσω ... 95 Στάσου! το μάβρο αυτό σκυλί να διώξουμε απ' το γέρο

Τι κάνεις, Μιλάχρω; — Δε περιμένεις, θαπώ, να ξεφουρνίσω, μόνε φωνάζεις! Είπε μετά ετοιμότητος η Μιλάχρω, εννοήσασα το λάθος της και εισαγάγουσα ταχέως την μακράν χείρα της, μαυρισμένην και ψημένην ως φουρνόξυλο, εξήγαγε το λησμονηθέν ταψίον, το οποίον τώρα είδε: — Δε ξέρω εγώ τη δ'λειά μ'!

Και σα θέλεις λίγον κόπο 695 Κάνομε ως αυτόν τον τόπο, Μήπως τύχη και το βρούμε, Και χωρτάτα δροσιστούμε. Συνοδιά το δρόμο παίρουν, Και αρκετή ώρα γύραις φέρουν· 700 Τελοσπάντων πιτυχαίνουν, Κι' ευχαριστημένοι μένουν. Το πηγάδι είχε πλάτο, Κι' αρκετό νερό στον πάτο· Εύκολο ήταν να κατέβουν, 705 Μόνε δύσκολο ν' ανέβουν·

Έτσι είπε, κι' όλοι σώπασαν οι άλλοι δίχως λέξη. 95 Μα πρόβαλε ο πολεμιστής Μενέλας και τους είπε «Κι' εμένα τώρα ακούστε με! τι πιο πολύ η δική μου καρδιά πικραίνεται. Θαρρώ πως να χωρίστε τώρα οι διο σας πια, γιατί πολλά περάσατε μαρτύρια για τη δική μου διαφορά και τ' άδικο του Πάρη. 100 Κι' όπιου μας είναι εδώ απ' τους διο γραφτό του να πεθάνει, ας πέσει! μόνε οι άλλοι σας αμέσως να χωρίστε.

Το πηγάδι είχε πλάτο, Κι' αρκετό νερό στον πάτο· Εύκολο ήταν να κατέβουν, Μόνε δύσκολο ν' ανέβουν· Μόν ο Τράγος δίχως τόση Προσοχή γι αυτό να δώση, Πρόθυμος ευτύς πηδάει, Κι' η Αλουπού τον ακλουθάει. Σαν απόπιαν με πολλή τους Και μεγάλην όρεξί τους· Λέγει ο πρώτος, είναι ώρα Να μισέψομε πλιο τώρα.

Και αφού η τύχη σου η σκληρή Τη σήμερο σε υστερεί τα πρώτα δώρα, Μικροί, μεγάλοι αρχινάν Τελείως να σ' αλησμονάν, να μη σε ξέρουν. Σε ταύτο ως πράμμα φανερό, Να ειπώ το όχι, δεν μπορώ. μόνε σου λέγω, Πώς έχεις άδικο πολύ Να δείχνεις κάκητας χολή κατά του κόσμου. Καλοστοχάσου το, κι' ευθύς Σωστά θα πληροφορηθής, πως οχ την τύχη, Να παραπονεθής μπορείς, Οπού σε άφηκε χωρίς χρυσό σαμάρι.

Ονομάσαμε τους ξένους βαρβαρικά στοιχεία, όχι από καταφρόνια, ύστερ' από το καλό που μας έκαμαν οι ολοζώντανοι εκείνοι λεβέντηδες με το καινούριο τους αίμα μόνε από συνήθεια. Κ' είταν η Πόλη αλήθεια πασπερμία τους καιρούς εκείνους. Κάθε καρυδιάς καρύδι είχε μέσα του το ένα της μιλλιούνι.

Κι' ο Αχιλέας τότε ομπρός καθίζει στ' ακρογιάλι παράμερα, κι' έκλαιγε εκεί, απ' τους συντρόφους χώρια, 350 αλάργα προς τα πέλαγα θωρώντας. Και τα χέρια άπλωσε και τη μάννα του συχνοπερικαλούσε «Μάννα μου, αφού με γέννησες και λιγοχρονισμένο, ας είταν καν του Κρόνου ο γιος, ο βροντορήχτης Δίας, να με τιμούσε· μόνε αφτός σταλιά δε με λογιάζει.