United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι έχεις; Σ' εδάγκασε; — Πονώ πολύ, επανέλαβε κλαυθμυρίζουσα. Ο Σκούντας ηγωνίζετο ναπομακρύνη τον Χόμο, όστις επί ταις απειλαίς και ταις χειρονομίαις αυτού υπεχώρησε δύο ή τρία βήματα, και επανήρχετο πάλιν εις την έφοδον. Οι γαυγισμοί δε αντήχουν εις την βαθείαν φάραγγα. Τέλος ο Σκούντας κατώρθωσε διά βροχής λίθων και βώλων γης, να τον απομακρύνη.

Τι λες, καπετάν-Ηλία μ'; Έστειλε κάνιο ταλεύρια; Μας φάγανε ο κόσμος. — Τον είδεθ εθύ; άλλο τόθο τ' εγώ. Επανέλαβε πάλιν ο καπετάν Ηλίας, βραδύγλωσσος, εξακολουθών να ξεφορτώνη το κόττερον. — Δεν σου έδωκε κάνιο κανένα γράμμα; — Άφηθέ μας, θεια, άφηθέ μας, τ' έχουμε δουγιά!

Μόνον αυτό, είπεν η Αϊμά. — Και τούτο υπόσχομαι να σοι το είπω, ω κόρη. — Ειπέ μοι λοιπόν, είπεν υψώσασα το βλέμμα η Αϊμά. — Όχι τώρα, είπεν ο φιλόσοφος. — Διατί όχι τώρα; ηρώτησε μετά θάρρους η νέα. — Εν καιρώ θα μάθης τούτο. Η Αϊμά εφάνη λυπηθείσα. — Διατί ανυπομονείς; είπεν ο Πλήθων. Όταν σοι λέγω ότι είμαι φίλος, διστάζεις; — Φίλος; επανέλαβε μετά πικρίας η Αϊμά. Και με καταδιώκεις!...

Ποιος μπάρμπα-Γιώργης; — Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'. Ως κεραυνός έπεσε το όνομα τούτο εις την ακοήν του Γιάννη του Κούτρη. — Ο Γιώργης τ' Παναϊώτ'! επανέλαβε μηχανικώς, κ' εξηκολούθησεν, ερωτών την θυγατέρα του, ως εάν είξευρεν αύτη. — Τι δεν κάμανε Ανάστασ' στουν Άι-Χαράλαμπον;

Έμεινεν έκπληκτος μη βλέποντας κανένα, και έλεγε καθ' εαυτόν· ένα τέτοιον ωραιότατον παλάτι πώς είναι δυνατόν να το άφησαν έρημον; και αν μεν δεν είναι κανείς, δεν πρέπει να φοβηθώ, αν δε πάλιν συναπαντήσω κανένα, έχω τον τρόπον να προφυλαχθώ, Και εμβαίνοντας έσωθεν της θύρας εις την αυλήν λέγει μεγαλοφώνως· δεν είναι κανείς εδώ να δεχθή έναν οδοιπόρον, που έχει χρείαν να αναπαυθή ολίγον; Και αν και επανέλαβε δις και τρις τον αυτόν λόγον, δεν εφάνη κανένας· και τούτο τον έκαμε να εκπλαγή περισσότερον.

Ο πασάς επανέλαβε προς τους εν τη μονή την πρόσκλησιν να παραδοθώσιν· αλλ' οι πολιορκούμενοι έδωκαν και προς αυτόν την απάντησιν, ην είχον δώσει προηγουμένως εις τον Σουλεϋμάν. «Μόνον νεκροί θα παραδοθώμενΤότε ο Μουσταφάς διέταξε γενικήν επίθεσιν κατά του Αρκαδίου, ενώ το πυρ των δύο πυροβολαρχιών συνεκεντρούτο κατά της δυτικής πύλης της μονής.

Αχ! πώς μ' ετρόμαξες, καϋμένε! ανέκραξεν η Μαρία, και ήτο περίτρομος αληθώς, ουχί όμως τοσούτον διά την απροσδόκητον επίσκεψιν, όσον διότι κατελαμβάνετο αίφνης εν κατοχή του πολυτίμου ατόμου μου. — Πώς μ' ετρόμαξες! επανέλαβε, και σπεύσασα έκλεισε μεθ' ορμής το κιβώτιον, πρόφθασα όμως ήδη να με ρίψη εντός αυτού.

Π. σφίξας περιπαθώς την χείρα μου, αλλά χωρίς να δώση ουδέ την ελαχίστην προσοχήν εις την κόρην του, επανέλαβε τον περίπατόν του, δεν ηξεύρω τις εκ των τριών ήτον ο μάλλον ευχαριστημένος. Προφανές ήτον ότι ο κ. Π. δεν ηδύνατο να κρύψη την ευτυχίαν του ενώπιον ημών, όσον ημείς ενώπιον αυτού την ημετέραν.

Εγέλασε και ο Κ. Λιάκος, αλλ' επεθύμει σαφεστέραν απόκρισιν, ώστε επανέλαβε, χαριεντιζόμενος δήθεν και αυτός: — Αλλ' έχομεν τουλάχιστον μιμητάς ημείς οι δύο; Πόσους και τίνας απήντησες σήμερον; — Τους αυτούς πάντοτε! τον δείνα, τον τάδε...

Εβάδιζον πλησίον ο είς του άλλου, μη βλέποντες αμφότεροι την ώραν να χωρισθούν ευσχήμως. Ευτυχώς επλησίαζον εις την γωνίαν, όπου έπρεπε ν' αποχαιρετισθούν, διευθυνόμενοι έκαστος εις την οικίαν του. Εκεί ο Κ. Πλατέας επανέλαβε την πρόκλησίν του. — Δεν θα έλθης να δοκιμάσης το μοσχάτον μου; — Ευχαριστώ. Είναι αργά, έχω δε και κάπου να υπάγω. — Εις της εξαδέλφης σου: — Ίσως.