United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενώ ετοιμαζόντανε ν' αρχίσουν την τρίτη βόλτα, ο Αγαθούλης μη βαστάνοντας πια, ζήτησε ως χάρη να ευαρεστηθούν να λάβουν την καλωσύνη να του τινάξουν τα μυαλά· του κάμανε αυτό το χατήρι· του δένουν τα μάτια· τον βάζουν να γονατίση.

Πώς τάχα με το δίκηο της δεν θα μισήση εμένα, όταν εγώ θα βρίσκωμαι στα πόδια σου μπροστά, κ' εκείνη, όντας άτεκνη, καταφαρμακωμένη θα βλέπη την αγάπη σουεμένα; Όπου τότε, ή θα μ' αφήσης έρημον να την ευχαριστήσης, ή θα κρατής για χάρι μου σε ταραχή το σπίτι. Πόσες σφαγές δεν κάμανε, και πόσα φαρμακώματα στους άνδρες η γυναίκες τους, για την καταστροφή τους!

Το νέο σχολείο στολίστηκε με πίνακες αναγνωστικούς, μαυροπινάκους και χάρτες γεωγραφικούς. Κάμανε και θρανία και μια ψηλή έδρα για το δάσκαλο. Μαζή με την Αλληλοδιδακτική μας έφερε ο Νικόδημος και την κανονική εκκλησιαστική μουσική.

Καθώς τους είπε, το κάμανε, και τον ακούμπησαν μισαποθαμένον στο κατάρτι.... κ' οι Τούρκοι βλέποντας απ' αντίκρυ, ετρόμαζαν κ' ελέγανε. «Τσάρας ρεΐζ! Τσάρας ρεΐζ!» Ο καπετάνιος ο Τσάρας! ο καπετάνιος ο Τσάρας! Κ' οι δικοί μας, απ' τ' άλλα τα καράβια, δεν το πήραν μυρουδιά κ' εστάθησαν ανδρειωμένοι, κ' έδιωξαν την τούρκικη αρμάδα.

Πρώτη φορά στην περίφημη την Ελλάδα, προσπάθησε ένας ποιητής να φτειάξη τέτοια βαρκούλα, πρώτη φορά πολεμάς για χατίρι Μιανής και Μιανής δόξα. Πολλοί κάμνουνε και κάμανε στίχους, πότε για τη μια, πότε για την άλλη. Εγώ για σένα μόνο μιλώ, και δίχως να πω τόνομά σου, ο κόσμος ξέρει ποια είσαι. Λοιπόν ήσυχη να μείνης.

Της μικράς παιδίσκης εξηλείφθη ο μορφασμός της, το χαμόγελόν της έσβυσε και η μυτίτσα της η πλακαρή εσχηματίσθη εις προεξοχήν. Η νεαρά διδασκάλισσα εγέλασε. Δεν εφαίνετο να πιστεύη τα μάγια. Η Ουρανιώ συνέπλεξε τας χείρας της εν αδημονία. — Μάγια σας κάμανε, κυρία, μάγια!... — Δεν είνε τίποτε, Ουρανία· μάζωξέ τα να τα πετάξης έξω. — Εγώ κυρία, να τα πιάσω, με τα χεράκια μου!;

Κι ό τι κάμανε να της ξαναρριχτούν οι αποτρελλαμένοι οι Παραμυθιώτες, πρόβαλε η βαριόμοιρη η Μιχάλαινα μαυροφόρα πάντα, κατάχλωμη και με τα μάτια κοκκινισμένα από το κλάψε κλάψε, και με φωνή τρεμάμενη τους παρακάλειε, Χριστιανούς και Τούρκους, να την αφήσουνε του Γέροντα και του Επιτρόπου.

Κ' έτσι μήτε ελληνικό είναι μήτε ρωμαίικο. Βαρβαρισμός και στη μια γλώσσα και στην άλληνα. Για να δούμε και την Ελλάδα. Καλήτερα δεν τα πάει. Μας την κάμανε τριτόκλιτη· η Ελλάς, της Ελλάδος, εν Ελλάδι, την Ελλάδα . Ο λαός όμως ταρχαία τα τριτόκλιτα δεν τα θέλει, αφού πρωτόκλιτα τα ξέρει.

Με τον φύλακα ς' τον ώμο, με το καλαμάριτο ένα χέρι, και μ' ένα κομμάτι ψωμίτο άλλο· και μου λέει: θαρθώ μάννα, θαρθώ μάννα! Κ' εκεί το χάνω και ξυπνώ. Και ήρχισε να κλαίη η γραία. Και πάλιν εψιθύρισε: Τ' αυτιά μ' κάμανε. Δεν ήταν τίποτε. Η νεάνις έβλεπε προς την ευρείαν κυανήν θάλασσαν, αφαιρεθείσα εις μίαν σκούναν η οποία με όλα τα πανιά, επλησίαζε προς τον λιμένα, κατάπριμα.

Μ' όλη τους τη χολόσκαση που είχαν ανήμερα κιόλας θαμμένο το Χασάνη, τόσο τη χάρηκαν την πλερωμή αυτή της ζημιάς τους, που σκαρώσανε σωστό πανηγύρι τη βραδινή εκείνη στα δαδοφωτισμένα λημέρια τους. Ακούγουνταν οι ταρμπούκες και τα τραγούδια ως την κάτω την ενοριά, την ώρα που κάμανε γύρο κ' έβαλαν καταμεσής τη μαζώχτρα του Χουσεήνη, τη λυγερή την Ασήμω, και χόρεψε.