United States or Kyrgyzstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΓΡΗΓΟΡΗΣ Τι; να με αποχαιρετήσης; Θα φύγης; ΣΑΜΨΩΝ Μη με φοβάσαι. ΓΡΗΓΟΡΗΣ Εσένα θα φοβηθώ; ΣΑΜΨΩΝ Άφησε να ήμεθατο δίκαιόν μας. Ας κάμουν εκείνοι την αρχήν. ΓΡΗΓΟΡΗΣ Θα σουφρώσω τα φρύδια μου καθώς περνώ, και ας το πάρουν όπως τους αρέσει. ΣΑΜΨΩΝ Ή όπως τους βαστά. Θα τους δαγκάσω το μεγάλον μου δάχτυλον, να τους σκυλιάσω! Αν το υποφέρουν, εντροπή ιδική των .

Να με πάρης, να μ' αγαπάς, να μ' έχης σαν παιδί σουΤέτοια μου έλεγε η Μοιρίτα κ' ένας απέραντος πόνος λίγο λίγο, σαν το νερό που σταλάζει, μου γέμιζε, μου έπνιγε την καρδιά. Όχι! δε φοβούμουν! Τι να φοβηθώ; Ταθώο το κορίτσι! Αλήθεια είναι! Μου έδειξε το γράμμα.

Το ομολογώ πως ημπορούσα με δίκαιον τρόπον να φοβηθώ, ότι εκείνο που είπα να μην ήθελεν εύρη πολλήν πίστιν εις το πνεύμα τους· μα οι γυναίκες της καλής επιθυμίας εκυριεύθησαν από τον θαυμασμόν.

Έπειτα με εβεβαίωσε πως να μη φοβηθώ τίποτε, επειδή και αυτός θέλει έχει όλην την επιμέλειαν να γυρίση όλα τα πράγματα κατά την γνώμην του.

Και τώρα, Τυχιάδη, σκώπτε και τον Πέλιχον και εμένα ως ομήλικον του Μίνωος και παραληρούντα από τα γεράματα. Αλλά, φίλε μου Ευκράτη, του είπα, εφ' όσον ο χαλκός είνε χαλκός, το δε έργον κατεσκεύασεν ο Δημήτριος ο εκ του δήμου Αλωπεκής, ο οποίος δεν κατεσκεύαζε θεούς, αλλ' ανθρώπους, ουδέποτε θα φοβηθώ τον ανδριάντα του Πελίχου, τον οποίον και ζώντα και απειλούντα ολίγον θα εφοβούμην.

Διότι, τι ηδυνάμην να φοβηθώ, αφού ήδη είχε φονευθή ο δυνατώτερος; Διατί δε αφήκα το ξίφος εις το σώμα του φονευθέντος, εάν δεν προεμάντευα ακριβώς αυτό το οποίον έγεινεν; Εκτός εάν θα ισχυρισθής ότι ο φονευθείς δεν ήτο τύραννος, ούτε είχεν αυτήν την ονομασίαν, ούτε ότι θα εδίδατε ευχαρίστως πολλάς αμοιβάς διά ν' αποθάνη. Αλλά δεν θα είπης τίποτε τοιούτον.

Ευχαρίστησα τον φιλόσοφον διά την προθυμίαν και αγάπην που προς εμέ έφερνε, και αντίς να φοβηθώ τες ετοιμασίες των εχθρών μου δεν έβλεπα την ώραν πότε να φθάσουν εις τα σύνορα μου· επειδή και ήμουν βέβαιος πως δεν ήθελαν με βλάψει, έχοντας μαζύ μου τον αγαπημένον μου Αβικένα. Δεν επέρασαν πολλές ημέρες και εκείνοι οι δύο βασιλείς χωρίς αργοπορίαν επλησίαζαν εις τα σύνορα του βασιλείου μου.

Εγώ έχασα το θησαβρό μου και δε θα τον ξαναβρώ. Δεν μπορώ πια μήτε να τον κρύφτω μήτε να ζουλέβω. Ναι! θέλησα και γω αγάπη παντοτεινή, μοναδική και γεμάτη. Ξέρω όμως, έμαθα τώρα πως δεν είτανε για μένα. Δε με γέλασε, δε μου είπε, εκείνη τη βραδειά, πως μ' αγαπούσε. Τι να φοβηθώ; Για να φοβάσαι, πρέπει ή να σ' αγαπά ή τουλάχιστο να στο λέη.

ΑΓΟΡ. Και τι έχω να φοβηθώ από τοιούτον κτύπημα; ΧΡΥΣ. θα περιπέσης εις αμηχανίαν και σιωπήν και θα περιέλθη εις σύγχυσιν το πνεύμα σου. Και το σοβαρώτερον είνε ότι, αν θέλω, θα σε αποδείξω εις μίαν στιγμήν λίθον. ΑΓΟΡ. Πώς λίθον; Διότι δεν μου φαίνεσαι να είσαι ο Περσεύς, αγαπητέ. ΧΡΥΣ. Ιδού πώς• ο λίθος είνε σώμα; ΑΓΟΡ. Ναι. ΧΡΥΣ. Το δε ζώον δεν είνε σώμα; ΑΓΟΡ. Είνε. ΧΡΥΣ. Συ δε είσαι ζώον;

Αφού μου ήτανε γραφτό με δυο παιδιά του Άρη να πολεμήσω στην αρχή με τον Λυκάονα πρώτον και με τον Κύκνον έπειτα, να τώρα και ο τρίτος που έχει αυτά τα άλογα· μα δεν θα ιδή κανένας να φοβηθώ εγώ ποτέ, εγώ ο γυιός της Αλκμήνης. ΧΟΡΟΣ Να και του τόπου ο βασιλιάς ο Άδμητος που φτάνει. ΑΔΜΗΤΟΣ Χαίρε, καλώς μας ώρισες, γυιέ του Διός και του Περσέως απόγονε.