United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τούτα οι μνηστήρες έλεγαν, και αυτός αδιαφορούσε. το κτύπημα ο Τηλέμαχος μες την καρδιά του αισθάνθη, και όμως χάμου δεν έσταξε το δάκρυ, αλλά σιωπώντας 490 την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε. Last bookmark212

Αντί ξίφους ή πιστόλας έφερε μόνον εις την δεξιάν βαρύ απελατίκι, το φοβερόν όπλον των παλαιών Απελατών και το έσφιγγεν εις την νευρώδη δεξιάν του και το κατέφερεν εδώ κ' εκεί με ταχύτητα αστραπής και αποτέλεσμα βρέμοντος κεραυνού. Έκαστον κτύπημα ήνοιγε κ' ένα τάφον. Αν ήτο εκεί ο Διγενής θα ωμολόγει ότι ευρέθη ο ίσος του.

Όταν είδε τον πέλεκυν επίστευσε ότι επήγαινον να αποκεφαλίσουν τον Ιωάννην και με έν κτύπημα εσταμάτησε τον ραβδούχον επί της πλακός, παρέθεσε μεταξύ εκείνης και του λιθοστρώτου μικράν αρπάγην και έπειτα τεντώσας τους μακρούς, και ισχνούς του βραχίονας, ανεσήκωσε την πλάκα ευκολώτατα. Όλοι τότε εθαύμασαν την ρώμην του γέροντος εκείνου.

Με τον ένα βραχίονα ο Ατακίνος την εσκέπαζε με τον ίδιον μανδύαν του, οπότε τρομεροί δάκτυλοι, ως λαβίδες, τον ήρπασαν από τον τράχηλον επί του κρανίου του ηκούσθη κτύπημα ροπάλου και κατέπεσε νεκρός. Οι δούλοι έκειντο οι πλείστοι κατά γης ή έφευγον προσκρούοντες εις τας γωνίας των τοίχων. Το φορείον θραυσθέν εις την συμπλοκήν, έγεινε συντρίμματα.

Η Μαργή εξετέλεσε την απειλήν της. Αλλά το λευκόν της χεράκι δεν είχε δύναμιν και από την οργήν και την ταραχήν έτρεμε· ούτω δε η πέτρα, μόλις ήγγισε τον ώμον του Μανώλη, όστις εδέχθη το κτύπημα ως θωπείαν με επιφώνημα ευφροσύνης «ω-ω-ω!».

Δεν εναντιώθη εκείνη εις το κτύπημα του βολιού, μα ευθύς άνοιξε, και εφανερώθη εις τους οφθαλμούς μου ένα φοβερόν σπήλαιον πολλά ευρύχωρον· ένας ποταμός με νερόν μαύρον έτρεχε με μεγάλην ορμήν εις την μέσην του, και επάνω εις τα χείλη του ήτον δύο δράκοντες μεγάλοι και φοβεροί· ετούτα τα θηρία βλέποντάς μας άνοιξαν τας πτέρυγάς των, και ήρχισαν να ξερνούν από το στόμα τους άπειρες φοβερές φλόγες πυρός.

Μόλις το ωρολόγιον έκρουε το τελευταίον κτύπημά του, τότε εισέβαλον ή, διά να είπωμεν καλύτερα, εκυλούσαν ο ένας επάνω εις τον άλλον εις την σάλαν, διότι, καθώς ήσαν μπερδεμένοι με τα δεσμά των, μερικοί έπεσαν, και όλοι εσκόνταψαν, τουλάχιστον όταν έμπαιναν. Η συγκίνησις των προσκεκλημένων υπήρξε μεγάλη και έδωκεν εις τον βασιλέα ωραίαν και χαριτωμένην διάθεσιν.

Διότι κανείς δεν ημπορεί να υβρίση τον εκ φύσεως τυφλόν ή από κτύπημα, αλλά μάλλον τον λυπείται. Τον τυφλωθέντα όμως από την οινοποσίαν ή από άλλην ακολασίαν έκαστος ημπορεί να τον κατακρίνη. Και λοιπόν τα ελαττώματα του σώματος όσα εξαρτώνται από ημάς κατακρίνονται, όσα όμως δεν εξαρτώνται από ημάς δεν κατακρίνονται.

Ονομάζω δε εκούσιον μεν, καθώς είπαμεν και προηγουμένως, ό,τι εκτελεί κανείς από τα εξαρτώμενα από αυτόν εν γνώσει και όχι εν αγνοία ποίον είναι το αδίκημα, και με ποίον όργανον και διά ποίον λόγον λόγου χάριν ποίον κτυπά και με ποίον όργανον και διά ποίον λόγον. και το καθέν από αυτά όταν τα εκτελή όχι κατά σύμπτωσιν ούτε με την βίανκαθώς λόγου χάριν εάν του πάρη κανείς το χέρι, διά να κτυπήση με αυτό έναν άλλον, τότε αυτός δεν κτυπά εκουσίως, διότι δεν εξαρτάται από αυτόν το κτύπημα.

Διά να διασκεδάζη δε την θλίψιν του εύρισκεν αφορμάς να μεταβαίνη εικοσάκις της ημέρας εις τον ποταμόν, όπου ήτο βέβαιος πάντοτε ότι θα έβλεπε γυναίκας να πλύνουν, με τα ενδύματα υψηλά ανασυρμένα. Τον ειδοποίει άλλως ο κτύπος των κοπάνων. Όταν ήκουε το κτύπημα εκείνο, ανεσκίρτα ως ο πολεμικός ίππος εις το άκουσμα σαλπίσματος.