United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν είχε λόγια ο πόνος της αγάπης, γαμπρέ μου, θα μπορούσα να σου παραστήσω αυτή την ώρα το τι σου δίνω. Την ψυχή μου βγάζω και την αποθέτω στα χέρια σου! Μα είνε μπιστεμένα χέρια, και διαλεγμένα από τον άξιο τον Κωσταντή μου.

Εις την εμφάνισιν της κηδείας ο Αμλέτος παραμερίζει, ως να ήθελε να συνεχίση ήσυχα τας νεκρωσίμους σκέψεις του· με συμπαθητικόν αίσθημα παρατηρεί, όπως ενόησεν αμέσως από την κολοβωμένην τελετήν, ότι το φέρετρον εκείνο περιέχει άνθρωπον, τον οποίον ο πόνος ηνάγκασε να εγκαταλείψη την ζωήν.

Η ανάμνηση αυτή με κλόνισε και κοίταξα μηχανικά απάνω προς το παράθυρο, αν κ' ήξερα καλά πως δε θα έστεκε κει κανείς να με περιμένη. Τότε μου ήρθε η σκέψη: Περσότερο από ενάμιση χρόνο τώρα την περιμένεις να πεθάνη και την έχεις κλάψει, σα να είτανε νεκρή. Τώρα δεν μπορείς πια να αιστάνεσαι τίποτε. Ο πόνος έχει λιώσει μόνος του, έσβησε μέσα στην ίδια του τη φλόγα κ' έμεινε μόνο η στάχτη».

Και σα σε βλέπουν που περνάς αχνή και δακρυσμένη, 'Νά το' θα λεν 'του Έχτορα το τέρι που των Τρώων 460 είταν το πρώτο αφτός σπαθί στης Τροίας τους πολέμους'. Έτσι ίσως πουν· κι' ο πόνος σου θα ξανανοίγει πάντα σα βλέπεις πως απ' τη σκλαβιά να βγεις δεν έχει ολπίδα. Μα θέλω να με φάει η γης, η μάβρη πλάκα θέλω, πριν να βογγάς να κλαις σε δω, και σκλάβα να σε σέρνουν465

Κάποιος άρρωστος όμως βογκούσε μέσα στο θλιβερό σαν στάβλο φυλάκιο και ο ανθρώπινος πόνος τάραζε την ερημιά. Ο Έφις ξεκίνησε πάλι πριν την αυγή, πιο κουρασμένος από πριν. Και να τα βουνά της Ολιένα να ξεπετιούνται μέσα από τα λευκά πυκνά σύννεφα σαν μια μάζα από λιβάνι μπροστά στο τραχύ θυσιαστήριο από γρανίτη της Ορτομπένε.

Εδώ και λίγο καιρό έχω συνέχεια πονοκέφαλο και ο πόνος και η αγρύπνια με κατάντησαν έτσι, χούφταλο, καμπούρα, λες και με ρούφηξε ο βρικόλακας.» «Είναι δίκαιο!», σκέφτηκε ο Έφις, αλλά δεν το είπε. «Είναι ένας διαολεμένος πόνος, ο πονοκέφαλος, Έφις μου.

Μη νομίζετε, ότι δεν σας αγαπώ εσάς τους άλλους, αλλ' ο πόνος της Ξενιτειάς είναι βαθύτερος και με κάνει να πονώ πλειότερο αυτήν την ώρα τον Βασίλ' μου, γιατί δεν τον βλέπω μπροστά μ'. Έτσι λέει και το τραγούδι: «Κι' ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει... »

Γύριζε από τόνα πλευρό, ξαναγύριζε από τάλλο, και διώξε, αν μπορής, τα χίλια φαντάσματα που τριγυρίζουν το νου σου σε τέτοια νύχτα! Ένα μονάχο από τα φαντάσματα εκείνα, της Λενιώς μου ο πόνος, έσωνε να μου τον κλέψη τον ύπνο. Ως το πρώτο λάλημα τυραννιούμουνα με τους μικρούς μου τους πόνους.

Άνοιξε, ουρανέ, και δες μας, και πες αν είδες λείψανα να βγαίνουν από σπίτι με τόση θλίψη, αν άκουσες ποτές σου πικρότερα μυρολόγια. Πες μου αν είδες μάννα να τη σφάζη μεγαλήτερος πόνος, σαν κι αυτή τη μάννα, που άλλο κρίμα δεν τη βαραίνει παρά η αγάπη του πρωτογέννητου τ' αγοριού της, αγάπη, που για χάρη της στέλνω τη μονάκριβή μου στα μαύρα τα ξένα.

Δεν του φαίνεται τόσο ζηλευτός. Και δε συλλογίστηκε ποτέ, πρόσθεσε η κόρη θυμωμένη, δε συλλογίστηκε πως ο κορμός είν' εκείνος που δένει τη ρίζα με τα φύλλα. — Να σου ειπώ την αλήθεια, Ελπίδα; είπε ο Δημητράκης αφωσιωμένος στο κέντημα· θλίψη και πόνος με πιάνει με το κέντημά σου. Η σκούρα κλωστή βασιλεύει ολούθε. Πού και πού φαίνεται τ' ασήμι και το χρυσάφι.