United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά το μέρος το πολύ τ' ορμητικού πολέμου Το κυβερνούν τα χέρια μου· Οπόταν όμως έρθη Ο μοιρασμός, τότε λοιπόν εσύ το δώρον έχεις Το πλέον μεγαλήτερον· εγώ δε το ολίγον Δεχόμενος ευχάριστα έρχομαιτα καράβια, Αφούκε κατακουρασθώ, 'ς ταις μάχαις πολεμώντας. Τώρατη Φθί' αναχωρώ. Καλήτερα πολλ' είναι Με τα κορωνοκάραβα να πάγωτην πατρίδα.

ΒΑΓΚΟΣ Και τώρα βασιλεύει μεσάνυκτα. ΦΛΗΝΣ Αργότερα μου φαίνεται ότ' είναι. ΒΑΓΚΟΣ αφοπλιζόμενος. Να το σπαθί μου· πάρε το. — Ο ουρανός απόψε δεν εξοδεύεται. Σβυστοί οι λύχνοι του είν' όλοι. — Πάρε και τούτο. — Μ' έρχεται ο ύπνος 'σαν μολύβι και όμως ν' αποκοιμηθώ δεν ήθελα. Ω Θείαι Δυνάμεις, διώξετ' από 'μέ τους στοχασμούς τους μαύρους που κυριεύουν την ψυχήντου ύπνου την γαλήνην!

Αυθέντη, του λέγει ο Ομάρ, παύσε να με φοβερίζεις, σε παρακαλώ, και μην είσαι θυμωμένος εναντίον μου· ομνύω εις τον Πλάστην του κόσμου ότι άλλην θυγατέρα από αυτήν δεν έχω· εγώ σου το είπα χίλιες φορές ότι αυτή διά λόγου σου δεν ήτον· μα εσύ δεν ήθελες να με πιστεύσης, και εις τούτο δεν έχω πταίξιμον κανένα. Ο Κατής εις ετούτα τα λόγια ήλθεν εις τον εαυτόν του, και λέγει του βαφιά.

Αν τήνε πάρη, θάνε κι' αυτός παιδί μου· α δεν τήνε πάρη, παιδί μου θάνε μόνο η Πηγή κι' αυτή θα πάρη ό,τι του στέκει από την κατάστασί μου. Τούτο επανέλαβε και προς τον Θωμάν, ο οποίος είχε αρχίση να δυσανασχετή. — Μην τόνε λογαριάζης, καθόλου, κουμπάρε, το λεγάμενο. Εγώ σούδωκα λόγο κ' εγώ θα βγω στο λόγο μου. Σούπα πως θα γενή παιδί μου η Πηγή; Θα γενή.

Εις ποίας λοιπόν αποδείξεις στηριζόμενος λέγω τούτο; Αισθάνομαι, ω θαυμάσιε, ότι είναι γεμάτο κάπως το στήθος μου από δύναμιν να είπω άλλα πράγματα όχι χειρότερα από αυτά του Λυσίου· ότι μεν λοιπόν, όσα ωραία δύναμαι να είπω, δεν θα είναι βγαλμένα από τον νουν μου, το γνωρίζω πολύ καλά διότι έχω συνείδησιν της αμαθείας μου· μένει πλέον, μου φαίνεται, να υποθέση τις ότι εγεμίσθη όλη η ψυχή μου διά της ακοής, ως να ήμην αγγείον, από κάποια ξένα νάματα λόγων· αλλ' όμως ένεκα της νωθρότητος και αυτό τούτο ελησμόνησα, με ποίον τρόπον δηλαδή και από ποίους τα έχω ακούσει.

Η πονηρά Πυθία εμάντευσε την θέσιν των πραγμάτων, ευθύς ως είδε το σκυθρωπόν πρόσωπόν μου· και περισυναγαγούσα τους κυάμους και τα κοσκινά της εν σπουδή παρυπεξήλθε διά της ετέρας του κήπου θύρας, ως β ρ ε μ μ έ ν η γ ά τ α. Αναμφιβόλως έσχε την προβλεπτικότητα να προπληρωθή.

Και όμως δεν θα εύρης, αγαπητέ μου· διότι δεν υπάρχει. Άλλως τε ειπέ μου μόνος σου. Ιππίας. Πραγματικώς δεν έχω, Σωκράτη μου, τόρα τουλάχιστον κανέν τοιούτον. Σωκράτης. Ούτε και θα έχης, καθώς νομίζω εγώ. Εάν δε εγώ λέγω την αλήθειαν, συλλογίσου τι εξάγεται από την συζήτησιν μας, Ιππία μου. Ιππίας. Δεν εννοώ τόσον καλά, Σωκράτη μου, αυτό που λέγεις. Σωκράτης.

Εστοχάσθηκα να το πραγματεύσω διά να ημπορέσω να βγάλω τα έξοδά μου· αγόρασα μερικά μπάλσαμα, ζαχαρικά, και άλλα λιανώματα, και επήγαινα καθημερινώς εις ένα μεγάλον καφενέ, εις τον οποίον εσυνήθιζαν να πηγαίνουν πολλοί αυθεντάδες και άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι δεν έλειψαν να αγοράζουν από τας πραγματείας μου, και να μου τας πληρώνουν καλά, και με τούτον τον τρόπον επόρευα και έβγαζα τα έξοδά μου.

Κι' αν δεν μου μείνη εντός του κόσμου Πού να πατήσω, να σταθώ, Εκεί ψηλά είνε ο Θεός μου· Πώς ημπορώ ν' απελπισθώ! * Στίχοι ποιηματίου του Βιζυηνού. Τώρα, καθώς έβλεπε τον εργαλειό μέσα εις το σπίτι, η αγάπη της προς την μάμμην της τής έφερεν εις την ενθύμησίν της όλα εις όσα εκείνη ευχαριστείτο.

ΔΩΓΚΑΝ Αν ήτο τρόπος την ψυχήν το πρόσωπον να δείχνη! Είχατον άνθρωπον αυτόν τυφλήν εμπιστοσύνην ! ΔΩΓΚΑΝ Το είχα βάροςτην καρδιάν ότι σου είμ' αγνώμων, Ξάδελφέ μου· αλλά συ τόσον γοργά πηγαίνεις, ώστ' όσον γρήγορα πτερά η Αμοιβή κι' αν έχη, να σε προφθάση δεν 'μπορεί!